συμπνέω: Difference between revisions
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=souffler <i>ou</i> respirer avec, τινι ; <i>fig.</i> être animé des mêmes entiments, être d'accord avec, τινι ; σ. [[εἴς]] [[τι]] unir ses efforts, conspirer vers un même but.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνέω]]. | |btext=souffler <i>ou</i> respirer avec, τινι ; <i>fig.</i> être animé des mêmes entiments, être d'accord avec, τινι ; σ. [[εἴς]] [[τι]] unir ses efforts, conspirer vers un même but.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πνέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συμ-πνέω samen blazen, alleen overdr. in overeenstemming zijn, het eens zijn; met dat.. σ. τύχαισι zich schikken naar het lot Aeschl. Ag. 187. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπνέω:''' (aor. συπέπνευσα)<b class="num">1)</b> [[дышать вместе или одновременно]]: ἐμπνείοντι σ. Anth. вместе с другими пользоваться жизнью;<br /><b class="num">2)</b> [[быть единодушным]], [[согласным]] Plat., Arst.; συμπνευσάντων [[ἡμῶν]] καὶ τῶν Θηβαίων Dem. при наличии единодушия между нами и фиванцами; ἡ [[πόλις]] [[οὔπω]] συμπεπνευκυῖα Plut. город, раздираемый еще междоусобиями;<br /><b class="num">3)</b> [[соглашаться]], [[покоряться]] (τύχαισι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συμπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αναπνέω]] ή [[πνέω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ανθ.· μεταφ., ἐμπαίοις τύχαισι [[συμπνέω]], [[πορεύομαι]] παράλληλα με τα ξεσπάσματα της τύχης, δηλ. [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] σ' αυτή, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[αποκτώ]] [[σύμπνοια]], σε Δημ. | |lsmtext='''συμπνέω:''' μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[αναπνέω]] ή [[πνέω]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ανθ.· μεταφ., ἐμπαίοις τύχαισι [[συμπνέω]], [[πορεύομαι]] παράλληλα με τα ξεσπάσματα της τύχης, δηλ. [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] σ' αυτή, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[αποκτώ]] [[σύμπνοια]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συμπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, [[πνέω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἀνθ. Π. 7. 595, Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 54· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. conspirare, συμφωνῶ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 708D· ἐμπαίοις τύχαισι σ., παραφέρομαι μὲ αἰφνιδίους ὁρμὰς τῆς τύχης, ὑποχωρῶ, [[ὑποκύπτω]] εἰς αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 187. 2) ἀπολ., συμφωνῶ μετά τινος, συνωμοτῶ, συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων Δημ. 284. 17, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 3. 44. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -πνεύσομαι<br /><b class="num">1.</b> to [[breathe]] [[together]] with, τινί Anth.: metaph., ἐμπαίοις τύχαισι ς. to go [[along]] with the [[sudden]] blasts of [[fortune]], to [[yield]] or bow to them, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[agree]] [[together]], [[conspire]], Dem. | |mdlsjtxt=fut. -πνεύσομαι<br /><b class="num">1.</b> to [[breathe]] [[together]] with, τινί Anth.: metaph., ἐμπαίοις τύχαισι ς. to go [[along]] with the [[sudden]] blasts of [[fortune]], to [[yield]] or bow to them, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[agree]] [[together]], [[conspire]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
poet. συμπληρ-πνείω Supp.Epigr.7.12.11 (Susa, i B.C.):—A breathe together with, τινι M.Ant.8.54, AP7.595 (Jul.): metaph., ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων going along with the sudden blasts of fortune, yielding or bowing to them, A.Ag.187 (lyr.); συμπνέον τῇ ὀργῇ, gloss on ἔγχεος ζακότοιο, Sch.Pi.N.6.90. 2 abs., coalesce, achieve unity, Pl.Lg.708d, Arist.Pol.1303a26, Plu.Comp.Lyc.Num.4; συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων D.18.168; οἱονεὶ σ. ἐς γάμον Ael.NA 3.44.
German (Pape)
[Seite 988] (s. πνέω), zusammen wehen, übertr., bereinstimmen; ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέων, Aesch. Ag. 180; Plat. Legg. IV, 708 d; συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι, Pol. 30, 2, 8; οὐκέτι συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων, Dem. 18, 168; sich vereinigen, εἴς τι, wozu, z. B. τἰς γάμον, Ael. H. A. 3, 44.
French (Bailly abrégé)
souffler ou respirer avec, τινι ; fig. être animé des mêmes entiments, être d'accord avec, τινι ; σ. εἴς τι unir ses efforts, conspirer vers un même but.
Étymologie: σύν, πνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πνέω samen blazen, alleen overdr. in overeenstemming zijn, het eens zijn; met dat.. σ. τύχαισι zich schikken naar het lot Aeschl. Ag. 187.
Russian (Dvoretsky)
συμπνέω: (aor. συπέπνευσα)1) дышать вместе или одновременно: ἐμπνείοντι σ. Anth. вместе с другими пользоваться жизнью;
2) быть единодушным, согласным Plat., Arst.; συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων Dem. при наличии единодушия между нами и фиванцами; ἡ πόλις οὔπω συμπεπνευκυῖα Plut. город, раздираемый еще междоусобиями;
3) соглашаться, покоряться (τύχαισι Aesch.).
Greek Monolingual
ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α πνέω
έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.)
μσν.
εμπνέω
αρχ.
1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συμβάλλω («ὁ βοῦς συμπνεῖ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.)
3. συμμαχώ («συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ τῶν Θηβαίων», Δημοσθ.)
4. παρασύρομαι από το φύσημα («ἐμαυτὸν τύχαισι συμπνέων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
συμπνέω: μέλ. -πνεύσομαι,
1. αναπνέω ή πνέω μαζί με κάποιον, τινί, σε Ανθ.· μεταφ., ἐμπαίοις τύχαισι συμπνέω, πορεύομαι παράλληλα με τα ξεσπάσματα της τύχης, δηλ. υποχωρώ, ενδίδω σ' αυτή, σε Αισχύλ.
2. απόλ., συμφωνώ με κάποιον, αποκτώ σύμπνοια, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀνθ. Π. 7. 595, Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 54· μεταφ., ὡς τὸ Λατ. conspirare, συμφωνῶ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 708D· ἐμπαίοις τύχαισι σ., παραφέρομαι μὲ αἰφνιδίους ὁρμὰς τῆς τύχης, ὑποχωρῶ, ὑποκύπτω εἰς αὐτήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 187. 2) ἀπολ., συμφωνῶ μετά τινος, συνωμοτῶ, συμπνευσάντων ἡμῶν καὶ Θηβαίων Δημ. 284. 17, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11· εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 3. 44.
Middle Liddell
fut. -πνεύσομαι
1. to breathe together with, τινί Anth.: metaph., ἐμπαίοις τύχαισι ς. to go along with the sudden blasts of fortune, to yield or bow to them, Aesch.
2. absol. to agree together, conspire, Dem.