συμπαραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> se présenter <i>ou</i> apparaître en même temps;<br /><b>2</b> se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραγίγνομαι]].
|btext=<b>1</b> se présenter <i>ou</i> apparaître en même temps;<br /><b>2</b> se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραγίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπαραγίγνομαι''': ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.
|elnltext=συμ-παραγίγνομαι, Att. ξυμπαραγίγνομαι tegelijkertijd arriveren, tegelijkertijd verschijnen. Hdt. 4.199.2. samen (ergens naartoe) gaan, samenkomen:. οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην de mensen die voor het schouwspel samengekomen waren NT Luc. 23.48. te hulp komen; met dat. bijstaan, helpen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαραγίγνομαι:''' ион. συμπαραγίνομαι<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно появляться]], [[подоспевать]], [[приходить]] (ἐπὶ τὴν θεωρίαν NT): [[ὥστε]] καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπὸς]] καὶ ὁ [[τελευταῖος]] συμπαραγίνεται Her. когда съеден первый урожай, поспевает последний (т. е. новый); βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. подоспев (на помощь) с небольшим отрядом;<br /><b class="num">2)</b> [[помогать]] (τινι Dem., NT).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπαραγίγνομαι:''' μέλ. -[[γενήσομαι]], αποθ., [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέκομαι]] στο [[πλευρό]] κάποιου, [[έρχομαι]] να τον βοηθήσω, [[συμπαρίσταμαι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπαραγίγνομαι:''' μέλ. -[[γενήσομαι]], αποθ., [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέκομαι]] στο [[πλευρό]] κάποιου, [[έρχομαι]] να τον βοηθήσω, [[συμπαρίσταμαι]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαραγίγνομαι:''' ион. συμπαραγίνομαι<br /><b class="num">1)</b> [[одновременно появляться]], [[подоспевать]], [[приходить]] (ἐπὶ τὴν θεωρίαν NT): [[ὥστε]] καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπὸς]] καὶ ὁ [[τελευταῖος]] συμπαραγίνεται Her. когда съеден первый урожай, поспевает последний (т. е. новый); βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. подоспев (на помощь) с небольшим отрядом;<br /><b class="num">2)</b> [[помогать]] (τινι Dem., NT).
|lstext='''συμπαραγίγνομαι''': ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παραγίγνομαι, Att. ξυμπαραγίγνομαι tegelijkertijd arriveren, tegelijkertijd verschijnen. Hdt. 4.199.2. samen (ergens naartoe) gaan, samenkomen:. οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην de mensen die voor het schouwspel samengekomen waren NT Luc. 23.48. te hulp komen; met dat. bijstaan, helpen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[γενήσομαι]]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to be [[ready]] at the [[same]] [[time]], of [[fruit]] ripening, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[stand]] by [[another]], to [[come]] in to [[assist]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[γενήσομαι]]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to be [[ready]] at the [[same]] [[time]], of [[fruit]] ripening, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[stand]] by [[another]], to [[come]] in to [[assist]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραγίγνομαι Medium diacritics: συμπαραγίγνομαι Low diacritics: συμπαραγίγνομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: symparagígnomai Transliteration B: symparagignomai Transliteration C: symparagignomai Beta Code: sumparagi/gnomai

English (LSJ)

A to be ready at the same time, of crops ripening, Hdt.4.199. 2 arrive or be present at the same time, PSI5.502.24 (iii B.C.); come together, Ev.Luc.23.48. 3 come together with, of planets, Vett.Val.64.22. II stand by another, τινι D.59.72, v.l. in 2 Ep.Ti.4.16; come in to assist, Th.2.82, 6.92.

German (Pape)

[Seite 984] (s. γίγνομαι), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.

French (Bailly abrégé)

1 se présenter ou apparaître en même temps;
2 se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.
Étymologie: σύν, παραγίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραγίγνομαι, Att. ξυμπαραγίγνομαι tegelijkertijd arriveren, tegelijkertijd verschijnen. Hdt. 4.199.2. samen (ergens naartoe) gaan, samenkomen:. οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην de mensen die voor het schouwspel samengekomen waren NT Luc. 23.48. te hulp komen; met dat. bijstaan, helpen.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραγίγνομαι: ион. συμπαραγίνομαι
1) одновременно появляться, подоспевать, приходить (ἐπὶ τὴν θεωρίαν NT): ὥστε καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. когда съеден первый урожай, поспевает последний (т. е. новый); βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. подоспев (на помощь) с небольшим отрядом;
2) помогать (τινι Dem., NT).

Greek Monolingual

και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλοὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].

Greek Monotonic

συμπαραγίγνομαι: μέλ. -γενήσομαι, αποθ., γίνομαι έτοιμος συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.
II. στέκομαι στο πλευρό κάποιου, έρχομαι να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραγίγνομαι: ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.

Middle Liddell

fut. -γενήσομαι
Dep.
I. to be ready at the same time, of fruit ripening, Hdt.
II. to stand by another, to come in to assist, Thuc.