γαμετή: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />femme légitime, épouse.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />femme légitime, épouse.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμέτις]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[ἄλοχος]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γαμετή]] -ῆς, ἡ of [[γαμέτις]] -ιδος [[γαμέω]] getrouwde vrouw, (wettige) echtgenote (vaak met toevoeging [[γυνή]]). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰμετή:''' (тж. γυνὴ γ.) жена, супруга Hes., Aesch., Lys., Xen., Plat., Arst., Polyb., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γᾰμετή:''' ἡ, θηλ. του επόμ., παντρεμένη [[γυναίκα]], [[σύζυγος]]· γυνὴ [[γαμετή]], έγγαμη [[γυναίκα]], νόμιμη [[σύζυγος]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''γᾰμετή:''' ἡ, θηλ. του επόμ., παντρεμένη [[γυναίκα]], [[σύζυγος]]· γυνὴ [[γαμετή]], έγγαμη [[γυναίκα]], νόμιμη [[σύζυγος]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />fem. of [[γαμέτης]] a married [[woman]], [[wife]], γυνὴ γαμ. a wedded [[wife]], Hes. | |mdlsjtxt=<br />fem. of [[γαμέτης]] a married [[woman]], [[wife]], γυνὴ γαμ. a wedded [[wife]], Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq.,
A married woman, wife, opp. concubine, ἑταίρα, γυναῖκα κτητήν, οὐ γαμετήν Hes.Op.406, cf. Pl.Lg.841d, Lys.1.31 (pl.), Men.Pk.237, PTeb.104.17 (i B. C.), etc.; γαμετῇ ἀλόχῳ Epigr.Gr.310 (Smyrna); so γαμετή alone, A.Supp.165 (lyr.), Arist.Fr.144, POxy.795.4 (i A. D.); τέκνα καὶ γαμετάς Phld.Ir.p.53 W., cf. Herc. 1457.10, al.
Spanish (DGE)
(γᾰμετή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): γαμητή BCH 4.1880.199 (Isauria, crist.), 7.1883.237 (Isauria), 503 (Filadelfia), IG 3.3479 (crist.)
• Morfología: [dór. gen. -ᾶς A.Supp.165]
mujer legalmente casada, esposa legítima op. esclava o concubina:
a) como adj. γυνὴ γ. Hes.Op.406, Pl.Lg.841d, 868d, Lys.1.31, Men.Pc.487, PGiss.2.11 (II a.C.), PTeb.104.17 (I a.C.), Plu.2.141c, γ. ἄλοχος GVI 992.2 (Jonia II/III d.C.), TAM 3.700.6 (Termeso II/III d.C.), cóm. γαμετὴν ἑταίραν, ὡς ἔοικ', ἐλάνθανον ἔχων por lo visto tengo sin saberlo una hetera ‘legítima’ Men.Sam.130;
b) como subst. κοννῶ δ' ἄγαν γαμετ<ᾶς Διὸς> οὐρανονίκου A.l.c., γαμετὴν οὖσαν τὴν Ἑλένην Arist.Fr.144, μαρτυρῶ ... ὑὸν ɛ̄ναι τōτον γνήσιον ἐγ γαμετῆς IG 22.1237.110 (IV a.C.), τέκνα καὶ γαμετάς Phld.Ir.24.33, ἡ Ἀττάλου ... γ. Plb.22.20.1, ἑταίρᾳ μὲν πρὸς ἡδονὴν ὁμιλεῖ, γαμετῇ δὲ πρὸς τὸ συμφέρον Pythag.Ep.6.1, γνησ[ία] γ. PSI 64.4 (I a.C.), Vett.Val.380.32, ὅτι νόμῳ γαμετὴν ποιήσεταί σε Luc.DMeretr.7.1, γυνή σοι ... ἐστὶν οὐ γ. Philostr.VA 4.25, cf. LXX 4Ma.2.11, POxy.795.4 (I d.C.), I.BI 1.475, AI 11.209, D.P.Au.1.7, Plu.2.140b, Ael.NA 15.2, VH 13.33, 14.43, TD 67.9 (Pselchi), D.C.71.22.3, Vett.Val.380.32, 1Ep.Clem.6.3, IG l.c., Aristaenet.2.11.5, Gr.Nyss.Virg.262.2.
German (Pape)
[Seite 472] ἡ, die rechtmäßige Gattin, γυνή Hes. O. 404, der κτητή entgeggstzt; der ἑταίρα Philetaer. com. Ath. XIII, 559 a; Comici; Prosa, gew. mit γυνή, Plat. Legg. VIII, 841 d u. öfter; Xen. Oec. 3, 10; D. Sic. 4, 61; allein, Pol. 23, 18.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
femme légitime, épouse.
Étymologie: adj. verb. de γαμέω.
Syn. γαμέτις, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμετή -ῆς, ἡ of γαμέτις -ιδος γαμέω getrouwde vrouw, (wettige) echtgenote (vaak met toevoeging γυνή).
Russian (Dvoretsky)
γᾰμετή: (тж. γυνὴ γ.) жена, супруга Hes., Aesch., Lys., Xen., Plat., Arst., Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰμετή: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ.=ἔγγαμος γυνή, σύζυγος, κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακὴν (κτητή), γυνή γαμ., νόμιμος σύζυγος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 404, Πλάτ. Νόμ. 841D, 868D, 874C· γαμετῇ ἁλόχῳ Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 310· οὕτω, γαμετὴ μόνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 164, Λυσ. 94. 36, Ἀριστ. Ἀποσπ. 172.
Greek Monolingual
γαμετή, η (AM) γαμέω
η νόμιμη σύζυγος.
Greek Monotonic
γᾰμετή: ἡ, θηλ. του επόμ., παντρεμένη γυναίκα, σύζυγος· γυνὴ γαμετή, έγγαμη γυναίκα, νόμιμη σύζυγος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
fem. of γαμέτης a married woman, wife, γυνὴ γαμ. a wedded wife, Hes.