δυσπρόσοπτος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> horrible à voir;<br /><b>2</b> terrible à voir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσόψομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> horrible à voir;<br /><b>2</b> terrible à voir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσόψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσοπτος:''' [[неприятный или страшный на вид]], [[жуткий]] (ὀνείρατα Soph.; [[ὄψις]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπρόσοπτος:''' -ον ([[προσόψομαι]], μέλ. του <i>προσ-οράω</i>), [[δύσκολος]] στην όραση, [[τρομακτικός]] στην όψη, σε Σοφ.
|lsmtext='''δυσπρόσοπτος:''' -ον ([[προσόψομαι]], μέλ. του <i>προσ-οράω</i>), [[δύσκολος]] στην όραση, [[τρομακτικός]] στην όψη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπρόσοπτος:''' [[неприятный или страшный на вид]], [[жуткий]] (ὀνείρατα Soph.; [[ὄψις]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοπτος Medium diacritics: δυσπρόσοπτος Low diacritics: δυσπρόσοπτος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΠΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoptos Transliteration B: dysprosoptos Transliteration C: dysprosoptos Beta Code: duspro/soptos

English (LSJ)

ον, hard to look on, horrid to behold, κάρα τὸ δυσπρόσοπτον ib.286; ὀνείρατα Id.El.460; ὄψις καὶ κίνησις Plu.Aem.12. Adv. δυσπροσόπτως = horribly Agatharch.26.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de contemplar, desagradable a la vista κάρα τὸ δ. del rostro desfigurado de Edipo, S.OC 286
que causa daño a la vista ἀστραπή Poll.1.117.
2 temible, que causa temor, fiero, siniestro ὀνείρατα S.El.460, ὄψις Plu.Aem.12, νύξ Eust.40.40, op. φαιδρός: τι δυσπρόσοπτον ἔχει (la Odisea) tiene también algo de terrible Eust.1154.9, c. ac. de rel. δυσπρόσοπτοι τὰ εἴδη feroces en sus semblantes de pueblos guerreros, Plu.Mar.15.
3 vergonzoso, indigno neutr. subst. τὸ τοῦ πράγματος δυσπρόσοπτον Eust.763.2.
II adv. δυσπροσόπτως
1 con mal aspecto δυσπροσόπτως ἔχοντες καὶ τὴν ὄψιν χλωροὶ ἐκ νόσου Eust.630.5.
2 vergonzosa, indignamente ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως Agatharch.26.

German (Pape)

[Seite 688] schwer anzusehen; όνείρατα Soph. El. 452, deren Anblick Unglück bedeutet; καὶ ἔκφυλος ὄψις Plut. Aemil. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 horrible à voir;
2 terrible à voir.
Étymologie: δυσ-, προσόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοπτος: неприятный или страшный на вид, жуткий (ὀνείρατα Soph.; ὄψις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, κάρα τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.

Greek Monolingual

δυσπρόσοπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να αντικρίσει
2. ο φοβερός στην όψη.

Greek Monotonic

δυσπρόσοπτος: -ον (προσόψομαι, μέλ. του προσ-οράω), δύσκολος στην όραση, τρομακτικός στην όψη, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-πρόσοπτος, ον προσόψομαι, fut. of προσοράω
hard to look on, horrid to behold, Soph.

English (Woodhouse)

ugly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)