εὐρύστερνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la large poitrine, au large sein.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στέρνον]].
|btext=ος, ον :<br />à la large poitrine, au large sein.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[στέρνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύστερνος:''' [[широкогрудый]] ([[Γαῖα]] Hes.; [[Ἀθάνα]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει φαρδύ [[στέρνο]], [[πλατύστερνος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''εὐρύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει φαρδύ [[στέρνο]], [[πλατύστερνος]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύστερνος:''' [[широкогрудый]] ([[Γαῖα]] Hes.; [[Ἀθάνα]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρύ-στερνος, ον [[στέρνον]]<br />[[broad]]-breasted, Hes.
|mdlsjtxt=εὐρύ-στερνος, ον [[στέρνον]]<br />[[broad]]-breasted, Hes.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύστερνος Medium diacritics: εὐρύστερνος Low diacritics: ευρύστερνος Capitals: ΕΥΡΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: eurýsternos Transliteration B: eurysternos Transliteration C: evrysternos Beta Code: eu)ru/sternos

English (LSJ)

ον, broad-breasted, Γαῖ' εὐ. Hes.Th.117; οὐρανός APl.4.303, Orph.L.645; Ἀθάνα Theoc.18.36: later in Prose, Gal.4.629; of Poseidon, Corn.ND22.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breiter Brust, stark, Ἀθάνα Theocr. l 8, 36; vgl. Orph. Lith. 542; γαῖα, die breite Erde, Hes. Th. 117; οὐρανός Ep. ad. 495 (Plan. 303); Orph. Lith. 639.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la large poitrine, au large sein.
Étymologie: εὐρύς, στέρνον.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύστερνος: широкогрудый (Γαῖα Hes.; Ἀθάνα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστερνος: -ον, ἔχων εὐρέα στέρνα, Γαῖ᾿ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 117· οὐρανὸς Ἀνθ. Πλαν. 303, Ὀρφ. Λιθ. 639· Ἀθάνα Θεόκρ. 18. 36· Ποσειδῶν Χριστοδ. Ἔκφρ. 65· ― πρβλ. εὐρύκολπος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστερνος, -ον)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο, πλατύ στήθος, ο πλατύστερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + στέρνον.

Greek Monotonic

εὐρύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει φαρδύ στέρνο, πλατύστερνος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

εὐρύ-στερνος, ον στέρνον
broad-breasted, Hes.