εὔχαρις: Difference between revisions
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br /><b>1</b> gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;<br /><b>2</b> aimé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χάρις]]. | |btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br /><b>1</b> gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;<br /><b>2</b> aimé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χάρις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔχᾰρις:''' ι, gen. ιτος τό<br /><b class="num">1)</b> [[любезный]], [[обходительный]], [[приветливый]], [[обаятельный]] ([[ἀστεῖος]] καὶ εὔ. Xen.; ὁ [[λόγος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[прелестный]], [[очаровательный]] ([[ὀρνίθιον]], [[τόπος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[благосклонный]], [[милостивый]] ([[Ἀφροδίτη]] Eur.): ἐν τῷ [[διδόναι]] εὔ. Plut. щедрый. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔχᾰρις:''' ουδ. [[εὔχαρι]], γεν. <i>-ιτος</i>· [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]], [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], [[κομψός]], [[δημοφιλής]], σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ [[εὔχαρι]], [[δημοτικότητα]], [[αβροφροσύνη]], λεπτοί τρόποι, κομψή [[συμπεριφορά]], σε Ξεν. | |lsmtext='''εὔχᾰρις:''' ουδ. [[εὔχαρι]], γεν. <i>-ιτος</i>· [[ευχάριστος]], [[χαριτωμένος]], [[θελκτικός]], [[ελκυστικός]], [[σαγηνευτικός]], [[συναρπαστικός]], [[κομψός]], [[δημοφιλής]], σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ [[εὔχαρι]], [[δημοτικότητα]], [[αβροφροσύνη]], λεπτοί τρόποι, κομψή [[συμπεριφορά]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
neut. εὔχαρι, gen. ιτος, A charming, gracious, especially in society, Democr. 104, Pl.R.486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔχαρι urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl.894 (lyr.), Med.631 (lyr.); of animals, Arist.HA592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26. II of places, pleasant, Arist.Pol. 1331a36.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιτος;
1 gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;
2 aimé.
Étymologie: εὖ, χάρις.
Russian (Dvoretsky)
εὔχᾰρις: ι, gen. ιτος τό
1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный (ἀστεῖος καὶ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.);
2) прелестный, очаровательный (ὀρνίθιον, τόπος Arst.);
3) благосклонный, милостивый (Ἀφροδίτη Eur.): ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. щедрый.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχᾰρις: οὐδ. εὔχαρι, γεν ιτος· - εὐχάριστος, θελκτικός, εὐάρεστος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, δημοτικός, Λατ. gratiosus, urbanus, ἰδίως ἐν ταῖς συναναστοφαῖς, Πλάτ. Πολ. 486AD, 487Α· Ξεν.· ἀστεῖος καὶ εὔχαρις Ξεν. Κύρ. 2. 2. 12· εὔχ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις Πολύβ. 22. 21, 3., 24, 5, 7· τὸ εὔχαρι, εὔχαρις καὶ φιλόφρων τρόπος, εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἀγησ. 8, 1., 11. 11: - ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἡρακλ. 894, πρβλ. Μήδ. 632. - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5: - Ὑπερθ. εὐχαριτώτατος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 26· τὸ ἐν Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 402, εὐχαρίστατα, ἴσως διορθωτέον εἰς -ότατα, ἐκ τοῦ εὐχάριστος. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, εὐάρεστος, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4.
Greek Monolingual
-ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)
αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις
νεοελλ.
βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών
αρχ.
1. (επίθ. του Έρωτος και της Αφροδίτης)
ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος
2. (για τόπους) ευάρεστος
3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαρι
η ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις.
Greek Monotonic
εὔχᾰρις: ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.
Middle Liddell
pleasing, engaging, winning, gracious, popular, Eur., Plat.:— τὸ εὔχαρι popularity, urbanity, Xen.