μετενδύω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> μετενέδυσα;<br />revêtir d'un autre vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐνδύω]].
|btext=<i>ao.</i> μετενέδυσα;<br />revêtir d'un autre vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἐνδύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετενδύω:''' (aor. μετενέδυσα) переодевать, надевать взамен ([[θοἰμάτιον]] [[βαρβαρικόν]] Luc.; med., перен. ἐς γυναικέα σχάνεα Plat.; [[καθάπερ]] ἐσθῆτι τῇ χροιᾷ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετενδύω:'''<b class="num">I.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>μετ-ενέδῡσα</i>, [[βάζω]] άλλα ρούχα σε κάποιον, [[ερευνώ]] με [[νέες]] δυνάμεις, <i>τινά τι</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>μετενδύομαι</i>, με Ενεργ. αόρ. αʹ <i>μετενέδῡν</i>, φορώ άλλα ρούχα, σε Στράβ.
|lsmtext='''μετενδύω:'''<b class="num">I.</b> μτβ. στον αόρ. αʹ <i>μετ-ενέδῡσα</i>, [[βάζω]] άλλα ρούχα σε κάποιον, [[ερευνώ]] με [[νέες]] δυνάμεις, <i>τινά τι</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., <i>μετενδύομαι</i>, με Ενεργ. αόρ. αʹ <i>μετενέδῡν</i>, φορώ άλλα ρούχα, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετενδύω:''' (aor. μετενέδυσα) переодевать, надевать взамен ([[θοἰμάτιον]] [[βαρβαρικόν]] Luc.; med., перен. ἐς γυναικέα σχάνεα Plat.; [[καθάπερ]] ἐσθῆτι τῇ χροιᾷ Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 μετ-ενέδῡσα<br /><b class="num">I.</b> Causal in aor1, to put [[other]] [[clothes]] on a [[person]], [[invest]] with new [[power]], τινά τι, Luc.<br /><b class="num">II.</b> Pass. μετενδύομαι, with aor2 act. μετενέδῡν, to put on [[other]] [[clothes]], Strab.
|mdlsjtxt=aor1 μετ-ενέδῡσα<br /><b class="num">I.</b> Causal in aor1, to put [[other]] [[clothes]] on a [[person]], [[invest]] with new [[power]], τινά τι, Luc.<br /><b class="num">II.</b> Pass. μετενδύομαι, with aor2 act. μετενέδῡν, to put on [[other]] [[clothes]], Strab.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετενδύω Medium diacritics: μετενδύω Low diacritics: μετενδύω Capitals: ΜΕΤΕΝΔΥΩ
Transliteration A: metendýō Transliteration B: metendyō Transliteration C: metendyo Beta Code: metendu/w

English (LSJ)

causal in aor. 1, A put other clothes on a person, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Luc.Bis Acc.34: metaph., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε invested him with... Id.Nec.16. II Med. μετενδύομαι, c. aor. Act. μετενέδῡν, Str.17.1.43:—put on other clothes, τὴν ἐσθῆτα l. c., cf. J.Vit.28, AJ20.6.1; τὰς στολάς D.C.46.39, cf. Max. Tyr.4.2: metaph., of souls assuming new bodies, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Ti.Locr. 104d.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύω), umziehen, nach einem Kleide ein anderes anziehen, ὡς θοιμάτιον τοῦτο τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα, Luc. bis accus. 34. – In den intrans. tempp. u. med. sich ein anderes Kleid anziehen, Strab. XVII, 814, D. C. 46, 39; übertr., ὡς μετενδυομέναν τᾶν ψυχᾶν ἐς γυναικέα σκάνεα, Tim. Locr. 104 d.

French (Bailly abrégé)

ao. μετενέδυσα;
revêtir d'un autre vêtement.
Étymologie: μετά, ἐνδύω.

Russian (Dvoretsky)

μετενδύω: (aor. μετενέδυσα) переодевать, надевать взамен (θοἰμάτιον βαρβαρικόν Luc.; med., перен. ἐς γυναικέα σχάνεα Plat.; καθάπερ ἐσθῆτι τῇ χροιᾷ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετενδύω: I. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἐνδύω τινὰ μὲ ἄλλο ἔνδυμα, θοἰμάτιον τὸ Ἑλληνικὸν περισπάσας αὐτοῦ βαρβαρικὸν μετενέδυσα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34· μεταφ., τὸν Μαιάνδριον τὴν τυραννίδα μετενέδυσε, τὸν ἐνέδυσε μέ..., ὁ αὐτ. π. Νεκυομαντ. 16. II. Παθ., μετενδύομαι, μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. μετενέδῡν, ἐνδύομαι ἄλλα ἐνδύματα, «ἀλλάζω», τὴν ἐσθῆτα Στράβ. 814· τὰς στολὰς Δίων Κ. 46. 39· μεταφ., ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν μεταβαινουσῶν εἰς νέον σῶμα, μ. ἐς γυναικέα σκάνεα Τίμ. Λοκρ. 104D.

Greek Monolingual

μετενδύω (Α)
1. ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα
2. (το μέσ.) μετενδύομαι
1. ντύνομαι άλλα ενδύματα, αλλάζω φορέματα
2. μτφ. (για την ψυχή) μεταβαίνω σε άλλο σώμα ανθρώπου ή ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐν-δύω «ντύνω»].

Greek Monotonic

μετενδύω:I. μτβ. στον αόρ. αʹ μετ-ενέδῡσα, βάζω άλλα ρούχα σε κάποιον, ερευνώ με νέες δυνάμεις, τινά τι, σε Λουκ.
II. Παθ., μετενδύομαι, με Ενεργ. αόρ. αʹ μετενέδῡν, φορώ άλλα ρούχα, σε Στράβ.

Middle Liddell

aor1 μετ-ενέδῡσα
I. Causal in aor1, to put other clothes on a person, invest with new power, τινά τι, Luc.
II. Pass. μετενδύομαι, with aor2 act. μετενέδῡν, to put on other clothes, Strab.