μηχάνημα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> invention ingénieuse;<br /><b>2</b> engin, machine, mécanisme, <i>particul.</i> machine de guerre;<br /><b>3</b> moyen, expédient ; <i>en mauv. part</i> ruse, artifice, machination.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανάω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> invention ingénieuse;<br /><b>2</b> engin, machine, mécanisme, <i>particul.</i> machine de guerre;<br /><b>3</b> moyen, expédient ; <i>en mauv. part</i> ruse, artifice, machination.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηχάνημα:''' ατος (χᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> Trag., Arph., Xen. etc. = [[μηχανή]];<br /><b class="num">2)</b> [[ловушка]], [[западня]] ([[λαβεῖν]] τινα μηχανήματι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχάνημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> = [[μηχανή]], πολεμική [[μηχανή]], που χρησιμ. σε πολιορκίες, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ευφυές [[τέχνασμα]], πανούργα δουλειά, στους Τραγ.· λέγεται για το [[ένδυμα]] με το οποίο η [[Κλυταιμνήστρα]] τύλιξε τον Αγαμέμνονα στο [[μπάνιο]] του, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μηχάνημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> = [[μηχανή]], πολεμική [[μηχανή]], που χρησιμ. σε πολιορκίες, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ευφυές [[τέχνασμα]], πανούργα δουλειά, στους Τραγ.· λέγεται για το [[ένδυμα]] με το οποίο η [[Κλυταιμνήστρα]] τύλιξε τον Αγαμέμνονα στο [[μπάνιο]] του, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχάνημα:''' ατος (χᾰ) τό<br /><b class="num">1)</b> Trag., Arph., Xen. etc. = [[μηχανή]];<br /><b class="num">2)</b> [[ловушка]], [[западня]] ([[λαβεῖν]] τινα μηχανήματι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνημα Medium diacritics: μηχάνημα Low diacritics: μηχάνημα Capitals: ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Transliteration A: mēchánēma Transliteration B: mēchanēma Transliteration C: michanima Beta Code: mhxa/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, = μηχανή (contrivance, engine, theatrical machine, device), A machine, Hp.Art.42; mechanical device, Arist.Mech.848a36; esp. engine of war, used in sieges, mostly in plural, D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.Marc.14, etc. II subtle contrivance, freq. in Trag., as A.Pr.469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.Ch.981; λόγου μ. ποικίλον S. OC762; τὰ Ἥρας μ. E.HF855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. X.Cyr.1.6.38; πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.Lac.8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ… χρήμαθ' ἕξω Ar.Ec.872.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 invention ingénieuse;
2 engin, machine, mécanisme, particul. machine de guerre;
3 moyen, expédient ; en mauv. part ruse, artifice, machination.
Étymologie: μηχανάω.

Russian (Dvoretsky)

μηχάνημα: ατος (χᾰ) τό
1) Trag., Arph., Xen. etc. = μηχανή;
2) ловушка, западня (λαβεῖν τινα μηχανήματι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνημα: τό, = μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μάλιστα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς ἐπίνοια, εὐφυὲς ἔργον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ Κλυταιμνήστρα ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. μελάγκερως), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ πρός τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., ὅπως τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) μηχανώμαι
1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό
2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία
νεοελλ.
φρ. α) «μηχάνημα προβολής»
τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη
β) «μηχανήματα έργων»
(μηχανολ.) συλλογικός χαρακτηρισμός τών πολυποίκιλων, συνήθως αυτοκινούμενων, μηχανικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται σε εργοτάξια κατασκευών, όπως είναι λ.χ. οι γερανοί, οι φορτωτές, οι μπουλντόζες κ.λπ.
μσν.
σχέδιο, συμφωνία
μσν.-αρχ.
πολεμική μηχανή η οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως σε περιπτώσεις πολιορκίας.

Greek Monotonic

μηχάνημα: -ατος, τό,
I. = μηχανή, πολεμική μηχανή, που χρησιμ. σε πολιορκίες, σε Δημ.
II. ευφυές τέχνασμα, πανούργα δουλειά, στους Τραγ.· λέγεται για το ένδυμα με το οποίο η Κλυταιμνήστρα τύλιξε τον Αγαμέμνονα στο μπάνιο του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μηχάνημα, ατος, τό, = μηχανή,]
I. an engine, used in sieges, Dem.
II. a subtle contrivance, cunning work, Trag.; of the robe in which Agamemnon was entangled, Aesch.

English (Woodhouse)

artifice, battering-ram, contrivance, cunning, device, expedient, plot, scheme, stratagem, trick, crafty design, engine of war, statagem, thing contrived

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)