πάνορμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sûr pour atterrir <i>ou</i> mettre à l'ancre.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ὅρμος]].
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sûr pour atterrir <i>ou</i> mettre à l'ancre.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[ὅρμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάνορμος:''' (ᾰ) вполне удобный для причаливания (λιμένες Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάνορμος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι καθόλα [[κατάλληλος]] για [[προσάραξη]] ή [[αποβίβαση]], σε Ομήρ. Οδ. <b>II. [[Πάνορμος]]</b>, <i>ὁ</i>, αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, η γεωγραφική [[περιοχή]] του, σε Πολύβ.
|lsmtext='''πάνορμος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι καθόλα [[κατάλληλος]] για [[προσάραξη]] ή [[αποβίβαση]], σε Ομήρ. Οδ. <b>II. [[Πάνορμος]]</b>, <i>ὁ</i>, αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, <i>-ιδος</i>, <i>ἡ</i>, η γεωγραφική [[περιοχή]] του, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάνορμος:''' (ᾰ) вполне удобный для причаливания (λιμένες Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάν-ορμος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[always]] fit for [[landing]] in, Od.<br /><b class="num">II.</b>
|mdlsjtxt=πάν-ορμος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[always]] fit for [[landing]] in, Od.<br /><b class="num">II.</b>
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνορμος Medium diacritics: πάνορμος Low diacritics: πάνορμος Capitals: ΠΑΝΟΡΜΟΣ
Transliteration A: pánormos Transliteration B: panormos Transliteration C: panormos Beta Code: pa/normos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A always fit for mooring in, λιμένες Od.13.195. II

German (Pape)

[Seite 461] geeignet, bequem zum Landen, und vor Anker zu gehen, λιμένες, Od. 13, 195.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sûr pour atterrir ou mettre à l'ancre.
Étymologie: πᾶν, ὅρμος.

Russian (Dvoretsky)

πάνορμος: (ᾰ) вполне удобный для причаливания (λιμένες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνορμος: -ον, ἐπὶ λιμένος, εἰς ὃν πᾶσα ναῦς καὶ ἐν παντὶ ἀνέμῳ ὁρμίζεται, λιμένες τε πάνορμοι Ὀδ. Ν. 195. ΙΙ. Πάνορμος, ὁ, ὄνομα διαφόρων παραθαλασσίων πόλεων μετὰ λιμένων, ὧν ἐπισημοτάτη ἦτο ἡ νῦν Ἰταλιστὶ καλουμένη Palermo, Θουκ. 6. 2, κτλ.· - Πανορμῖται, οἱ, οἱ κάτοικοι, Διοδ. Ἐκλογ. 498. 52· Πανορμῖτις, ιδος, ἡ, ἡ χώρα τοῦ Πανόρμου, Πολύβ. 1. 4, 2. - Κατὰ Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Πάνορμος, πόλις Σικελίας καὶ λιμήν, ὡς Πολύβιος (1. 38, 7)· οἱ κατοικοῦντες Πανορμηνοί· ὁ δὲ τοῦ ἐν Σικελίᾳ πολίτης Πανορμίτης, τὸ θηλυκὸν Πανορμῖτις, λέγεται δὲ καὶ Πανορμεύς». - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀπολλ. τοῦ Ροδ. (Α. 954) «λιμὴν τοῦ Κυζίκου, οὗ ὁμώνυμος πόλις ἐν Σικελίᾳ».

English (Autenrieth)

offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος / πάνορμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για λιμάνι ή όρμο) αυτός στον οποίο είναι δυνατή η ασφαλής καταφυγή πλοίων
2. το αρσ. ως ουσ. ο πάνορμος
φυσικό λιμάνι ή όρμος στον οποίο προσορμίζεται πλοίο με κάθε άνεμο
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ονομασία διαφόρων παραθαλάσσιων πόλεων με λιμάνι, από τις οποίες η πιο γνωστή ήταν η αρχαία ελληνική αποικία Πάνορμος στη Σικελία, το σημερινό Παλέρμο («Σαλόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶν Ἐλύμων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅρμος (ΙΙ) (πρβλ. άν-ορμος)].

Greek Monotonic

πάνορμος: -ον·
I. αυτός που είναι καθόλα κατάλληλος για προσάραξη ή αποβίβαση, σε Ομήρ. Οδ. II. Πάνορμος, , αρχαίο όνομα για το Παλέρμο, σε Θουκ.· Πανορμῖτις, -ιδος, , η γεωγραφική περιοχή του, σε Πολύβ.

Middle Liddell

πάν-ορμος, ον,
I. always fit for landing in, Od.
II.