σύννευσις: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />disposition de choses qui convergent vers une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συννεύω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />disposition de choses qui convergent vers une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συννεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύννευσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сближение]], [[схождение]] (πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[союз]] (τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ ποιοῦν πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αμοιβαία [[τάση]] («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[αποδοχή]], [[συμφωνία]] (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ [[θέλημα]] σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.<br />β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ [[πάλιν]] ἐγένετο καὶ [[σύννευσις]] τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />το να καλεί [[κάποιος]] με [[νεύμα]] έναν [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάμψη]], [[λύγισμα]]<br /><b>2.</b> [[λόξωση]], [[πλάγιασμα]].
|mltxt=-εύσεως, ἡ, ΜΑ [[συννεύω]]<br /><b>1.</b> αμοιβαία [[κλίση]] [[προς]] ένα [[σημείο]], [[σύγκλιση]] («τὸ ἰσοσκελὲς [[τρίγωνο]] οὐ ποιοῦν πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αμοιβαία [[τάση]] («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[αποδοχή]], [[συμφωνία]] (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ [[θέλημα]] σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.<br />β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ [[πάλιν]] ἐγένετο καὶ [[σύννευσις]] τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />το να καλεί [[κάποιος]] με [[νεύμα]] έναν [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάμψη]], [[λύγισμα]]<br /><b>2.</b> [[λόξωση]], [[πλάγιασμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύννευσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сближение]], [[схождение]] (πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[союз]] (τῶν [[πόλεων]] πρὸς ἀλλήλας Polyb.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννευσις Medium diacritics: σύννευσις Low diacritics: σύννευσις Capitals: ΣΥΝΝΕΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnneusis Transliteration B: synneusis Transliteration C: synnefsis Beta Code: su/nneusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A convergence, πρός τι Str.4.5.1, Plu.2.428a: abs., Procl.Inst.146: metaph., agreement, union, πρὸς ἀλλήλας Plb. 2.40.5. II bending, Antyll. ap. Orib.6.34.2, Sor.1.85 (prob.), 2.19, Gal.7.624 (pl.); obliquity, Sor.Fract.12. 2 beckoning, so as to invite, Thom.Mag.p.277R.

German (Pape)

[Seite 1027] ἡ, das sich Zusammenneigen, πρός τι, Plut. def. or. 33; übertr., Zusammenhalten, Einigkeit, ἡ τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας, Pol. 2, 40, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
disposition de choses qui convergent vers une autre.
Étymologie: συννεύω.

Russian (Dvoretsky)

σύννευσις: εως ἡ
1) сближение, схождение (πρός τι Plut.);
2) союз (τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

σύννευσις: ἡ, τὸ συννεύειν, συγκλίνειν, πρὸς τι Στράβ. 199, Πλούτ. 2. 428Α· ― μεταφ., συμφωνία, ἕνωσις, ἑνότης, πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 2. 40, 5. ΙΙ. διὰ νεύματος πρόσκλησις, μνημονεύεται ἐκ Θωμ. τοῦ Μαγίστρ. (277;).

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, ΜΑ συννεύω
1. αμοιβαία κλίση προς ένα σημείο, σύγκλιση («τὸ ἰσοσκελὲς τρίγωνο οὐ ποιοῦν πρὸς ἐκεῖνο σύννευσιν», Πλούτ.)
2. μτφ. αμοιβαία τάση («τὴν πρὸς τὸ ἐν τῆς ὅλης κτίσεως... σύννευσιν δείξας ἐν ἑαυτῷ», Μαξ.)
3. κοινή αποδοχή, συμφωνία (α. «τῆς εἰς τὸ αὐτὸ θέλημα σύμπνοιας τε καὶ συννεύσεως», Ψελλ.
β. «διαλυθέντος τοῦ τῶν Ἀχαιῶν ἔθνους ἀρχὴ πάλιν ἐγένετο καὶ σύννευσις τῶν πόλεων πρὸς ἀλλήλας», Πολ.)
μσν.
το να καλεί κάποιος με νεύμα έναν άλλο
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. λόξωση, πλάγιασμα.