Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίκεος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έα, εον;<br />d'un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
|btext=έα, εον;<br />d'un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκεος:''' стяж. [[φοινικοῦς|φοινῑκοῦς]] 3 ярко-красный, алый, пурпурный (ῥόδα Pind.; [[εἷμα]] Her.; χιτῶνες Xen.; [[χρῶμα]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινίκεος:''' [ῑ], -έα, -εον ([[φοῖνιξ]] Β), πορφυροκόκκινος, [[ερυθρός]] ή [[πορφυρός]], και (γενικά) [[κόκκινος]], Λατ. [[puniceus]], σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''φοινίκεος:''' [ῑ], -έα, -εον ([[φοῖνιξ]] Β), πορφυροκόκκινος, [[ερυθρός]] ή [[πορφυρός]], και (γενικά) [[κόκκινος]], Λατ. [[puniceus]], σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, <i>-ᾶ</i>, <i>-οῦν</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκεος:''' стяж. [[φοινικοῦς|φοινῑκοῦς]] 3 ярко-красный, алый, пурпурный (ῥόδα Pind.; [[εἷμα]] Her.; χιτῶνες Xen.; [[χρῶμα]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φοῖνιξ]]<br />[[purple]]-red, [[purple]] or [[crimson]], and ([[generally]]) red, Lat. [[puniceus]], Hdt., Pind.:—[[attic]] contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen.
|mdlsjtxt=[[φοῖνιξ]]<br />[[purple]]-red, [[purple]] or [[crimson]], and ([[generally]]) red, Lat. [[puniceus]], Hdt., Pind.:—[[attic]] contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑ́κεος Medium diacritics: φοινίκεος Low diacritics: φοινίκεος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΕΟΣ
Transliteration A: phoiníkeos Transliteration B: phoinikeos Transliteration C: foinikeos Beta Code: foini/keos

English (LSJ)

[ῑ], φοινικέα, φοινίκεον: A (φοῖνιξ B.1):—purple-red, crimson, and (generally) red, νέφος Xenoph.32.2; ῥόδα Pi.I.4(3).18(36); προμαχεῶνες Hdt.1.98; εἷμα Id.2.132, cf. 7.76, 9.22; ὄνυχες Hp.Int.29; σύκινα φ., a variety of fig, PCair.Zen.33.12 intr. (iii B.C.); metaph., blushing, αἰδώς Erinn.Fr.i B 34 Diehl2; contr. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Hp. Mul.1.95, X.An.1.2.16, Cyr.7.1.2, Arist.HA592b24, Dsc.3.153; σκηναί Plb.6.41.7; χιτών, as signal for battle, Plu.Pomp.68, Brut.40; γράμματα D.C.40.18; τὸ φ. dark red, Arist.Metaph.1057a25, al.; less bright than τὸ ἁλουργές, Id.Col.792a14 (φοινικά must be corrected to φοινικᾶ in Dsc.2.176, cf. Suid. s.v. φοινικᾶ (but φοινικιᾶ Id. s.v. ἁπλᾶ)). II prob. f.l. for Φοινικικός, Thphr.HP3.12.3.

German (Pape)

[Seite 1295] zsgzgn φοινικοῦς, 1) purpurroth; ῥόδα Pind. I. 3, 36; χρῶμα Tim. Locr. 101 c; Her. 1, 98. 2, 132. 7, 76; χιτῶνες Xen. Cyr. 7, 1,2; Pol. 12, 2,4 und Sp. – 2) von der Palme gemacht, in welcher Bdtg Her. immer die Form φοινικήϊος hat.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
d'un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Russian (Dvoretsky)

φοινίκεος: стяж. φοινῑκοῦς 3 ярко-красный, алый, пурпурный (ῥόδα Pind.; εἷμα Her.; χιτῶνες Xen.; χρῶμα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκεος: [ῑ], έα, εον, (φοῖνιξ Α. 1. 2)· ― πορφυροκόκκινος ὡς τὸ βαθὺ κόκκινον χρῶμα τοῦ ἄνθους τῆς ῥοιᾶς, καθόλου δὲ ἐρυθρός, κόκκινος, Λατιν. puniceus, Σιμωνίδ. 23· ῥόδα Πινδ. Ι. 4 (3). 30· προμαχεῶνες Ἡρόδ. 1. 98· εἷμα ὁ αὐτ. 2. 132, πρβλ. 7. 76., 9. 22. ― Ἀττ. συνῃρ. φοινῑκοῦς, ῆ, οῦν, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 16, Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5· τὸ φοινικοῦν, τὸ βαθὺ ἐρυθρὸν χρῶμα, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 7. 2, κ. ἀλλ.· ἧττον λαμπρὸν ἢ τὸ ἁλουργές, ὁ αὐτ. π. Χρωμ. 2, 2 κἑξ.· πρβλ. ἀργυροῦς, χαλκοῦς, χρυσοῦς, ἐκ τοῦ ἀργύρεος, κλπ. Πολλαχοῦ οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὴν γραφήν, φοινικὰ ἀντὶ φοινικᾶ, π. χ. Διοσκ. 2. 207, Δίων Κάσσ. 40. 18, πρβλ.. Σουΐδ. ἐν λ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 148, Παραλ. 286. ― Πρβλ. φοῖνιξ Β, φοινίκιος.

English (Slater)

φοινῑκεος red χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (I. 4.18) φοι]νικέας τ[ ?fr. 345b. 4.

Spanish

rojo

Greek Monolingual

(I)
-έα, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινικόεις.
(II)
-έα, -ον, Α
ιων. τ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσ-εος)].

Greek Monotonic

φοινίκεος: [ῑ], -έα, -εον (φοῖνιξ Β), πορφυροκόκκινος, ερυθρός ή πορφυρός, και (γενικά) κόκκινος, Λατ. puniceus, σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, -ᾶ, -οῦν, σε Ξεν.

Middle Liddell

φοῖνιξ
purple-red, purple or crimson, and (generally) red, Lat. puniceus, Hdt., Pind.:—attic contr. φοινῑκοῦς, ᾶ, οῦν, Xen.