ἀστερωπός: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />brillant comme une étoile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />brillant comme une étoile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]], [[ὤψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστερωπός:''' Aesch., Eur. = [[ἀστερόεις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστερωπός:''' -όν ([[ἀστήρ]], ὤψ)·<br /><b class="num">I.</b> [[αστεροειδής]], [[λαμπρός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[έναστρος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀστερωπός:''' -όν ([[ἀστήρ]], ὤψ)·<br /><b class="num">I.</b> [[αστεροειδής]], [[λαμπρός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[έναστρος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστερωπός:''' Aesch., Eur. = [[ἀστερόεις]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀστήρ]], ὤψ]<br /><b class="num">I.</b> [[star]]-faced, [[bright]]-[[shining]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[starry]], Eur.
|mdlsjtxt=[[ἀστήρ]], ὤψ]<br /><b class="num">I.</b> [[star]]-faced, [[bright]]-[[shining]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[starry]], Eur.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερωπός Medium diacritics: ἀστερωπός Low diacritics: αστερωπός Capitals: ΑΣΤΕΡΩΠΟΣ
Transliteration A: asterōpós Transliteration B: asterōpos Transliteration C: asteropos Beta Code: a)sterwpo/s

English (LSJ)

όν, A star-faced, star-like, bright-shining, ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170; νυκτὸς ἀ. σέλας E.Hipp.851 (lyr.), cf. Ph.129 (lyr.). II star-eyed, starry, αἰθήρ E.Ion 1078 (lyr.); ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias 25.33D.

Spanish (DGE)

-όν
1 brillante como una estrella οὔτ' ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170, de Hipomedonte, E.Ph.129.
2 estrellado νυκτὸς ἀστερωπὸν σέλας E.Hipp.850, αἰθήρ E.Io 1078, ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias Fr.Trag.19.33, Ὄλυμπος Lyr.Adesp.18.12.

German (Pape)

[Seite 375] mit Sternenblick, ὄμμα Aesch. frg. 159; αἰθήρ Eur. Ion 1078; σελάνα Hipp. 851; vgl. Phoen. 131.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
brillant comme une étoile.
Étymologie: ἀστήρ, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστερωπός: Aesch., Eur. = ἀστερόεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερωπός: -όν, ἀστεροειδής, ὅμοιος ἀστέρι, λαμπρός, οὔτ’ ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169˙ σελήνη Εὐρ. Ἱππ. 851, ὅπου ὅμως, ὡς ἐν Φοιν. 129, ὁ τύπος ἀστρωπός (διατηρηθεὶς ἐν χειρογρ. Ἡρ. Μαιν. 406) ἀναγιγνώσκεται χάριν τοῦ μέτρου ὑπὸ τοῦ Δινδ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀστέρας ὡς ὀφθαλμούς, κατάστερος, αἰθήρ Εὐρ. Ἴων 1079.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀστερωπός, -όν)
αυτός που έχει άστρα αντί για μάτια, ο έναστρος
αρχ.
αυτός που λάμπει σαν άστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ (-έρος) + -ωπός].

Greek Monotonic

ἀστερωπός: -όν (ἀστήρ, ὤψ)·
I. αστεροειδής, λαμπρός, σε Ευρ.
II. έναστρος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀστήρ, ὤψ]
I. star-faced, bright-shining, Eur.
II. starry, Eur.