ἐπίγρυπος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />légèrement crochu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γρυπός]]. | |btext=ος, ον :<br />légèrement crochu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γρυπός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίγρῡπος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[слегка изогнутый]] ([[ῥίς]] Arst.): [[πρόσωπον]] ἐς τὰ [[μάλιστα]] ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);<br /><b class="num">2)</b> [[горбоносый]] ([[ἵππος]], [[Μέλητος]] Plat.; [[βοῦς]] [[ἄγριος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίγρῡπος:''' -ον, κάπως [[αγκιστροειδής]], [[αγκυλωτός]], λέγεται για το [[ράμφος]] της ίβιδος ([[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπίγρῡπος:''' -ον, κάπως [[αγκιστροειδής]], [[αγκυλωτός]], λέγεται για το [[ράμφος]] της ίβιδος ([[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπί-γρῡπος, ον<br />[[somewhat]] [[hooked]], of the [[beak]] of the [[ibis]], Hdt.; of men, Plat. | |mdlsjtxt=ἐπί-γρῡπος, ον<br />[[somewhat]] [[hooked]], of the [[beak]] of the [[ibis]], Hdt.; of men, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.2.76; of the muzzle of the βοῦς ἄγριος, Arist.HA499a7; of horses and men, somewhat hook-nosed, Pl.Phdr.253d, Euthphr.2b, PPetr.3p.7, al. (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 934] etwas eingebogen, πρόσωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
légèrement crochu.
Étymologie: ἐπί, γρυπός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίγρῡπος:
1) слегка изогнутый (ῥίς Arst.): πρόσωπον ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);
2) горбоносый (ἵππος, Μέλητος Plat.; βοῦς ἄγριος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγρῡπος: -ον, ὀλίγον γρυπός, κυρτός, περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ ἄγριοι βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ πάνυ εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.
Greek Monolingual
ἐπίγρυπος, -ον (AM)
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη
αρχ.
(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].
Greek Monotonic
ἐπίγρῡπος: -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐπί-γρῡπος, ον
somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.; of men, Plat.