ἐπεσβόλος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui lance des paroles violentes, outrageant, injurieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπος]], [[βάλλω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui lance des paroles violentes, outrageant, injurieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἔπος]], [[βάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεσβόλος:''' [[ἔπος]]<br /><b class="num">1)</b> [[невоздержный на язык]], [[сыплющий оскорблениями]], [[изрыгающий хулу]] ([[λωβητήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[колкий]], [[язвительный]] ([[ἦχος]] ἀοιδῆς Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπεσβόλος:''' -ον ([[ἔπος]], [[βάλλω]]), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα [[λόγια]], [[αυθάδης]], [[προσβλητικός]], [[αισχρολόγος]], [[βλάσφημος]], [[λοίδορος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐπεσβόλος:''' -ον ([[ἔπος]], [[βάλλω]]), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα [[λόγια]], [[αυθάδης]], [[προσβλητικός]], [[αισχρολόγος]], [[βλάσφημος]], [[λοίδορος]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 19:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἔπος, βάλλω) throwing words about, rash-talking, scurrilous, λωβητῆρα ἐ., of Thersites, Il.2.275, cf. Them.Or.21.262a; νεῖκος ἐ. A.R.4.1727; of satires, ἐ. ἦχος ἀοιδῆς AP4.3b.82 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 918] Worte werfend, d. i. keck, dreist redend; λωβητήρ Il. 2, 275; Sp., wie νεῖκος Ap. Rh. 4, 1727; ἀραί Lycophr. 332; ἦχος ἀοιδῆς von Schmähgedichten, Agath. prooen. v. 128 (IV, 3).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance des paroles violentes, outrageant, injurieux.
Étymologie: ἔπος, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεσβόλος: ἔπος
1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу (λωβητήρ Hom.);
2) колкий, язвительный (ἦχος ἀοιδῆς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεσβόλος: -ον, (ἔπος, βάλλω), ὁ ἔπεσιν, ὡς βέλεσι, βάλλων, φλύαρος, αὐθάδης, λοίδορος, λωβητῆρα ἐπεσβόλον, περὶ τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 275· κερτομίη καὶ νεῖκος ἐπεσβόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1727· ἐπὶ χλευαστικῶν ποιημάτων ἢ σίλλων, Ἀνθ. Π. 4. 3, περὶ τὸ τέλος.
Greek Monolingual
ἐπεσβόλος, -ον (Α)
1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ' ἀγοράων», Ομ. Ιλ.)
2. υβριστικός («νεῖκος ἐπεσβόλον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ- (θ. του τ. έπος) + -βόλος (< βάλλω)].
Greek Monotonic
ἐπεσβόλος: -ον (ἔπος, βάλλω), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα λόγια, αυθάδης, προσβλητικός, αισχρολόγος, βλάσφημος, λοίδορος, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: throwing words, reviling (Β 275, A. R., AP)
Derivatives: with ἐπεσβολίη reviling (δ 159) and ἐπεσβολέω revile (Lyc., Max.).
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯ekʷ-os word
Etymology: Compound of ἔπος and βάλλειν with ε-vocalism of the s-stem and o-vocalism of the 2, member (Schwyzer 440 resp. 449).
Middle Liddell
ἐπεσ-βόλος, ον ἔπος, βάλλω
throwing words about, rash-talking, abusive, scurrilous, Il.
Frisk Etymology German
ἐπεσβόλος: {epesbólos}
Meaning: Worte ausstoßend, schmähend (Β 275, A. R., AP)
Derivative: mit ἐπεσβολίη Schmähung (δ 159 u. a.) und ἐπεσβολέω schmähen (Lyk., Max.).
Etymology: Zusammenbildung aus ἔπος und βάλλειν mit ε-Vokalismus des s-Stammes und o-Abtönung des Hinterglieds (Schwyzer 440 bzw. 449).
Page 1,534