ἱππασία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manœuvre de cavalerie;<br /><b>2</b> action de conduire des chevaux <i>ou</i> une voiture.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manœuvre de cavalerie;<br /><b>2</b> action de conduire des chevaux <i>ou</i> une voiture.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[верховая езда]] (οἴκαδ᾽ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; [[σῶμα]] [[ἔποχον]] ταῖς ἱππασίαις Plut.): τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. ездить верхом;<br /><b class="num">2)</b> [[управление лошадьми или колесницей]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππᾰσία:''' ἡ ([[ἱππάζομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> το ιππεύειν, ιππευτική [[άσκηση]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οδήγηση]] άρματος, [[αρματηλασία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἱππᾰσία:''' ἡ ([[ἱππάζομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> το ιππεύειν, ιππευτική [[άσκηση]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[οδήγηση]] άρματος, [[αρματηλασία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[верховая езда]] (οἴκαδ᾽ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; [[σῶμα]] [[ἔποχον]] ταῖς ἱππασίαις Plut.): τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. ездить верхом;<br /><b class="num">2)</b> [[управление лошадьми или колесницей]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππᾰσία Medium diacritics: ἱππασία Low diacritics: ιππασία Capitals: ΙΠΠΑΣΙΑ
Transliteration A: hippasía Transliteration B: hippasia Transliteration C: ippasia Beta Code: i(ppasi/a

English (LSJ)

ἡ, A riding, horse-exercise, Ar.Ach.1165 (lyr.); ἱ. ποιεῖσθαι,= ἱππάζεσθαι, to take a ride, X.Eq.8.9, cf. An.2.5.33; ἱ. ἱππάσασθαι Id.Oec.11.17; horsemanship, Id.An.2.5.33; as a subject of competition, IG7.3087 (Lebad.). 2 chariot-driving, Luc. DDeor.12.1, etc. II cavalry, Arr.An.4.4.7.

German (Pape)

[Seite 1258] ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσθαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manœuvre de cavalerie;
2 action de conduire des chevaux ou une voiture.
Étymologie: ἱππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἱππᾰσία:
1) верховая езда (οἴκαδ᾽ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; σῶμα ἔποχον ταῖς ἱππασίαις Plut.): τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. ездить верхом;
2) управление лошадьми или колесницей Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππᾰσία: ἡ, (ἱππάζομαι) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ γύμνασις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, ἁρματηλασία, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4.

Greek Monolingual

η (Α ἱππασία) ιππάζομαι
1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς
2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῖσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
μια θέση του σώματος στην ενόργανη γυμναστική
αρχ.
1. παρέλαση ιππικού
2. αρματηλασία
3. το ιππικό («ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους», Αρρ.)
4. επιγρ. ιππικοί αγώνες.

Greek Monotonic

ἱππᾰσία: ἡ (ἱππάζομαι
1. το ιππεύειν, ιππευτική άσκηση, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. οδήγηση άρματος, αρματηλασία, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἱππᾰσία, ἡ, ἱππάζομαι
1. riding, horse-exercise, Ar., Xen.
2. chariot-driving, Luc.

English (Woodhouse)

horsemanship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)