ὑπερβασία: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypervasia
|Transliteration C=ypervasia
|Beta Code=u(perbasi/a
|Beta Code=u(perbasi/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[passover]], given as equiv. to [[Πάσχα]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 2.14.6</span>: but commonly, </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[transgression]], [[trespass]], ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται <span class="bibl">Il.3.107</span>; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς <span class="bibl">Od.3.206</span>; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 605</span> (lyr.): pl., <span class="bibl">Il.23.589</span>, <span class="bibl">Od.22.168</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>828</span>.</span>
|Definition=Ion. [[ὑπερβασίη]], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[passover]], given as equiv. to [[Πάσχα]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 2.14.6</span>: but commonly, </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[transgression]], [[trespass]], ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται <span class="bibl">Il.3.107</span>; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς <span class="bibl">Od.3.206</span>; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 605</span> (lyr.): pl., <span class="bibl">Il.23.589</span>, <span class="bibl">Od.22.168</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>828</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:57, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰσία Medium diacritics: ὑπερβασία Low diacritics: υπερβασία Capitals: ΥΠΕΡΒΑΣΙΑ
Transliteration A: hyperbasía Transliteration B: hyperbasia Transliteration C: ypervasia Beta Code: u(perbasi/a

English (LSJ)

Ion. ὑπερβασίη, ἡ, A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly, II metaph., transgression, trespass, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605 (lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.Op.828.

German (Pape)

[Seite 1192] ἡ, poet. = ὑπέρβασις, bes. Überschreitung, Übertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Übermuth, wie ὕβρις; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς 16, 18; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transgression (d’une loi divine ou humaine) ; méfait, conduite criminelle ou arrogante.
Étymologie: ὑπερβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰσία: ион. ὑπερβασίη ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ ὑπερβασία, διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., παράβασις νόμου, ἁμάρτημα, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. ὑπέρβασις.

Greek Monolingual

η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α ὑπερβατός
η καθ' ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου
μσν.-αρχ.
(στους Εβραίους) η γιορτή του Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ' ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον», Ιώσ.).

Greek Monotonic

ὑπερβᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ὑπερβαίνω), παράβαση του νόμου, αδίκημα, παράπτωμα, αμάρτημα, σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπερβᾰσία, ἡ, ὑπερβαίνω
a transgression of law, trespass, Hom., Soph.: also in plural, Il.