ἀπόμαγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας.
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, [[ἀκαθαρσία]]). Ἀπό τό [[ἀπομάσσω]] (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπομαγδαλία]] (=τό μαλακό [[μέρος]] τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους [[μετά]] τό δεῖπνο), [[ἀπομάκτης]] (=αὐτός πού καθαρίζει), [[ἀπόμακτρον]] (=μ' [[αὐτό]] ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), [[ἀπόμαξις]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμαγμα Medium diacritics: ἀπόμαγμα Low diacritics: απόμαγμα Capitals: ΑΠΟΜΑΓΜΑ
Transliteration A: apómagma Transliteration B: apomagma Transliteration C: apomagma Beta Code: a)po/magma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2. 2 dirt washed off, S.Fr.34. II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.

German (Pape)

[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.

Greek Monolingual

ἀπόμαγμα, το (Α) απομάσσω
1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος
2. απόρριμμα, ακαθαρσία
3. αποτύπωμα σφραγίδας.

Mantoulidis Etymological

(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, ἀκαθαρσία). Ἀπό τό ἀπομάσσω (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπομαγδαλία (=τό μαλακό μέρος τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους μετά τό δεῖπνο), ἀπομάκτης (=αὐτός πού καθαρίζει), ἀπόμακτρον (=μ' αὐτό ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), ἀπόμαξις.