Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπόμαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας.
|mltxt=[[ἀπόμαγμα]], το (Α) [[απομάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο σφουγγίζεται [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> [[απόρριμμα]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>3.</b> [[αποτύπωμα]] σφραγίδας.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, [[ἀκαθαρσία]]). Ἀπό τό [[ἀπομάσσω]] (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπομαγδαλία]] (=τό μαλακό [[μέρος]] τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους [[μετά]] τό δεῖπνο), [[ἀπομάκτης]] (=αὐτός πού καθαρίζει), [[ἀπόμακτρον]] (=μ' [[αὐτό]] ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), [[ἀπόμαξις]].
}}
}}

Revision as of 15:05, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμαγμα Medium diacritics: ἀπόμαγμα Low diacritics: απόμαγμα Capitals: ΑΠΟΜΑΓΜΑ
Transliteration A: apómagma Transliteration B: apomagma Transliteration C: apomagma Beta Code: a)po/magma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything used for wiping or cleaning, Hp.Medic.2. 2 dirt washed off, S.Fr.34. II impression of a seal, Thphr.CP6.19.5, Lap.67.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.
2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.
3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.

German (Pape)

[Seite 314] τό, 1) womit man etwas abwischt, Wischlappen, Hippocr.; die Reinigung, Soph. frg. 32; B. A. 431 erkl. ἀποκάθαρμα. – 2) δακτυλίων, Abdruckder Siegelringe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμαγμα: -ατος, τό, (ἀπομάσσω) πᾶν ὅ,τι μεταχειρίζεταί τις πρὸς σπογγισμὸν ἢ καθαρισμόν, Ἱππ. 19. 47. 2) ὡς τὸ κάθαρμα, ἡ ἀπορριπτομένη ἀκαθαρσία, Σοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. τὸ ἀποτύπωμα σφραγῖδος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 5, ὁ αὐτ. περὶ Λίθων 67.

Greek Monolingual

ἀπόμαγμα, το (Α) απομάσσω
1. αυτό με το οποίο σφουγγίζεται κάποιος
2. απόρριμμα, ακαθαρσία
3. αποτύπωμα σφραγίδας.

Mantoulidis Etymological

(=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος γιά καθάρισμα, ἀκαθαρσία). Ἀπό τό ἀπομάσσω (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπομαγδαλία (=τό μαλακό μέρος τοῦ ψωμιοῦ μέ τό ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους μετά τό δεῖπνο), ἀπομάκτης (=αὐτός πού καθαρίζει), ἀπόμακτρον (=μ' αὐτό ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν παραπάνω), ἀπόμαξις.