κύλισμα: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':kÚlisma 去利士馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':滾(果效) 相當於: ([[גַּלְגַּל]]‎)<br />'''字義溯源''':翻滾,打滾的地方,打輥,輥;源自([[κυλίω]])=轉,打滾);而 ([[κυλίω]])出自([[κῦμα]])=巨浪),而 ([[κῦμα]])又出自([[κυρόω]])X*=彎,大浪)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 打輥(1) 彼後2:22 | |sngr='''原文音譯''':kÚlisma 去利士馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':滾(果效) 相當於: ([[גַּלְגַּל]]‎)<br />'''字義溯源''':翻滾,打滾的地方,打輥,輥;源自([[κυλίω]])=轉,打滾);而 ([[κυλίω]])出自([[κῦμα]])=巨浪),而 ([[κῦμα]])又出自([[κυρόω]])X*=彎,大浪)<br />'''出現次數''':總共(1);彼後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 打輥(1) 彼後2:22 | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[pelota]] de un escarabajo λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κ. κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου <b class="b3">toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, mézclalo todo y unge todo tu cuerpo</b> P I 223 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A roll, Sm.Ez.10.13, Hippiatr.79, 117; κ. κανθάρου, ball of dung rolled by a beetle, PMag.Berol.1.223. II = κυλίστρα, Hippiatr.8; v.l. for sq., 2 Ep.Pet.2.22.
German (Pape)
[Seite 1529] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = κυλίστρα, N. T.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de se rouler;
2 lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).
Étymologie: κυλίνδω.
Russian (Dvoretsky)
κύλισμα: ατος τό, v.l. κῠλισμός ὁ место, где валяются свиньи, т. е. грязь NT.
Greek (Liddell-Scott)
κύλισμα: τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ κύλισις, Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ μέρος ἔνθα κυλίεταί τις, ὡς τὸ κυλίστρα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.
Spanish
English (Strong)
from κυλιόω; a wallow (the effect of rolling), i.e. filth: wallowing.
English (Thayer)
(κυλισμός) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a rolling, wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): εἰς κυλισμμον βορβόρου, to a rolling of itself in mud (to wallowing in the mire), T Tr text WH. See the preceding word.
Greek Monolingual
το (AM κύλισμα) κυλίνδω
το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» — φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως της μιτροειδούς
νεοελλ.-μσν.
1. πέρασμα του χρόνου
2. αλλαγή, στροφή, αστάθεια της τύχης
3. (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα σημεία του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
το μέρος όπου κυλιέται κάποιος, κυλίστρα
αρχ.
ο βώλος που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την κοπριά τών ζώων.
Greek Monotonic
κύλισμα: -ατος, τό, κύλισμα, κύλισμα στη λάσπη, τόπος κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κύλισμα, ατος, τό,
a rolling, wallowing, or a wallowing place, NTest.
Chinese
原文音譯:kÚlisma 去利士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滾(果效) 相當於: (גַּלְגַּל)
字義溯源:翻滾,打滾的地方,打輥,輥;源自(κυλίω)=轉,打滾);而 (κυλίω)出自(κῦμα)=巨浪),而 (κῦμα)又出自(κυρόω)X*=彎,大浪)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 打輥(1) 彼後2:22
Léxico de magia
τό pelota de un escarabajo λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κ. κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, mézclalo todo y unge todo tu cuerpo P I 223