ἐπικαίριος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> opportun, favorable, convenable;<br /><b>2</b> important : τὰ ἐπικαιριώτατα τέχνης XÉN les parties essentielles d'un art ; | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> opportun, favorable, convenable;<br /><b>2</b> important : τὰ ἐπικαιριώτατα τέχνης XÉN les parties essentielles d'un art ; οἱ ἐπικαίριοι les plus importants personnages, <i>particul.</i> les principaux chefs d'une armée ; avec un inf. : οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι XÉN ceux dont la guérison importe le plus;<br /><i>Sp.</i> ἐπικαιριώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καιρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:23, 11 November 2022
English (LSJ)
ον, = ἐπίκαιρος (in fit time, in fit place, in season, seasonable, opportune, convenient), Sup. ἐπικαιριώταται, A πράξεις X.Oec.5.4, cf. Vett. Val.293.22. Adv. ἐπικαιρίως = conveniently, ἵδρυται Str.9.2.15, cf. 10.1.7. 2. important, τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης X. Oec.15.11; of persons, οἱ ἐ. the most important persons of the army, Id.Cyr.3.3.12, cf. HG3.3.11: c.inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Id.Cyr.8.2.25. 3. of parts of the body, vital, τόποι ἐ. Ti.Locr.102d.
German (Pape)
[Seite 945] zur rechten, gelegenen Zeit, am rechten Orte (vgl. ἐπίκαιρος); ἐς τόπως ἐπικαιρίως Tim. Locr. 102 d, gefährliche, tödtliche Stellen am Körper, wie τρῶμα, lebensgefährliche Wunde, Hippocr. – Bei Xen. Cyr. 3, 3, 12 u. öfter heißen οἱ ἐπικαίριοι die Offiziere des Heeres vom λοχαγός aufwärts, vgl. An. 3, 1, 36, wo Xen. zu diesen sagt ὑμεῖς μέγιστον ἔχετε καιρόν; τοὺς ἐπικαιριωτάτους ξυνελάμβανον Hell. 3, 3, 11, die Häupter des Aufstandes; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, die der Heilung bedürfen, od. die, auf deren Genesung Etwas ankommt, Cyr. 8, 2, 25; übh. zu Etwas dienlich, nützlich, αἱ ἐπικαιριώταται πράξεις Oec. 5, 4, vgl. 15, 11. – Adv. ἐπικαιρίως, gut gelegen, günstig, ἵδρυται Strab. IX p. 424.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 opportun, favorable, convenable;
2 important : τὰ ἐπικαιριώτατα τέχνης XÉN les parties essentielles d'un art ; οἱ ἐπικαίριοι les plus importants personnages, particul. les principaux chefs d'une armée ; avec un inf. : οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι XÉN ceux dont la guérison importe le plus;
Sp. ἐπικαιριώτατος.
Étymologie: ἐπί, καιρός.
Greek Monolingual
ἐπικαίριος, -ον (Α) επίκαιρος
1. επίκαιρος
2. σπουδαίος, αξιόλογος («τά ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης», Ξεν.)
3. (για μέρη του σώματος) ζωτικός
4. (για πρόσ.) οἱ ἐπικαίριοι
τα σπουδαιότερα πρόσωπα του στρατού (Ξεν.)
5. «οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι» — αυτοί που η θεραπεία τους έχει μεγάλη σπουδαιότητα (Ξεν.)
6. (για μέρη του σώματος) ζωτικός, καίριος.
επίρρ...
ἐπικαιρίως
σε επίκαιρη, πρόσφορη θέση.
Greek Monotonic
ἐπικαίριος: -ον, 1. = ἐπίκαιρος, σε Ξεν.
2. σπουδαίος, οἱ ἐπικαιριώτατοι, οι πιο σπουδαίοι αξιωματικοί του στρατεύματος, στον ίδ.· με απαρ., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι, εκείνοι των οποίων η θεραπεία είναι πολύ σημαντική, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαίριος:
1) своевременный, неотложный (πράξεις Xen.);
2) важный, главный: τόποι ἐπικαίριοι (sc. τοῦ σώματος) Plat. жизненно важные участки или органы тела; τὰ ἐπικαιριώτατα τῆς τέχνης Xen. наиболее существенные элементы искусства; οἱ ἐπικαιριώτατοι (sc. ξυνειδότες) Xen. главные участники заговора; οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι Xen. люди, излечение которых (было для Кира особенно) важно; οἱ ἐπικαίριοι Xen. старший командный состав.
Middle Liddell
ἐπι-καίριος, ον
1. = ἐπίκαιρος, Xen.
2. important, οἱ ἐπικαιριώτατοι the most important officers, Xen.; c. inf., οἱ θεραπεύεσθαι ἐπικαίριοι those whose cure is all-important, Xen.