εὐστοχία: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - "periphr." to "periphrasis") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐστοχία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[skill]] in [[shooting]] at a [[mark]], [[good]] aim, Eur.; χερὸς εὐστ., [[periphrasis]] for a bow, Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[quickness]] in guessing, [[sagacity]], Arist. | |mdlsjtxt=[[εὐστοχία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[skill]] in [[shooting]] at a [[mark]], [[good]] aim, Eur.; χερὸς εὐστ., [[periphrasis]] for a bow, Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. [[quickness]] in guessing, [[sagacity]], Arist. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das glückliche [[Treffen]] des Ziels, [[Geschicklichkeit]] im [[Treffen]]</i>, τόξων Eur. <i>I.T</i>. 1239; [[χερός]] <i>Tr</i>. 811; sp.D., wie Bian. 10 (IX.223); Gaetul. 4 (VI.331); [[καρύων]] [[παίγνιος]] εὐστοχίη Strat. 54 (XII.212); auch DS. 3.24; bes. <i>[[Geschicklichkeit]] im [[Erraten]], im [[Wahrnehmen]] des [[rechten]] Augenblicks</i>, καιροῦ Plut. <i>am. et adul. discr</i>. 51; ἔστι δὲ [[εὐστοχία]] τις ἡ [[ἀγχίνοια]] Arist. <i>eth</i>. 6.9.10; Sp., auch <i>treffender Witz, [[Spott]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 24 November 2022
English (LSJ)
Ep. εὐστοχίη, ἡ, A skill in shooting at a mark, good aim, ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται E.IT1239 (lyr.), cf. Call. Dian.217, Pancrat.Oxy.1085.8; χερὸς εὐ., periphrasis for a bow, E.Tr. 812 (lyr.): in later Prose, D.S.5.18: pl., Id.3.25: metaph., εὐ. καὶροῦ Plu.2.74d. II metaph., sagacity, shrewdness, Arist.EN1142b2, Plb.18.33.7; χειρῶν εὐ., of artists, D.H.Comp.25, cf. APl.4.310 (Damocharis), etc.; εὐ. μνήμης Ph.Fr.11 H.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 habileté à viser, à toucher le but;
2 habileté à saisir l'occasion.
Étymologie: εὔστοχος.
Russian (Dvoretsky)
εὐστοχία: ἡ
1) меткость (τόξων, χερός Eur.): εὐστοχίης βέλη Anth. меткие стрелы;
2) остроумие, проницательность Arst.;
3) ловкость: εὐ. καιροῦ Plut. умение пользоваться случаем.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστοχία: ἡ, τὸ εὖ στοχάζεσθαι, εὐστόχως βάλλειν, ἐπιτυχία, ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται Εὐρ. Ι. Τ. 1239· χερὸς εὐστ., περιφρ. ἀντὶ τόξου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 811: - μεταφ., εὐστ. καιροῦ Πλούτ. 2. 74D. ΙΙ. μεταφ., ὀξύτης, εὐφυΐα, ἀγχίνοια, Λατ. acumen, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6, 9, 2· χειρῶν εὐστ., ἐπὶ ζωγράφων, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 310.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐστοχία, Α και εὐστοχίη) εύστοχος
1. η δεξιότητα στην επιτυχία του σκοπού, η επιτυχία βολής (α. «ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται», Ευρ.
β. «ευστοχία πυροβόλου»)
2. η επιδεξιότητα στο να παίρνει κάποιος τις σωστές αποφάσεις και να δράττεται της σωστής ευκαιρίας
3. ορθότητα σκέψεως, οξύνοια, ευφυΐα («ἔστι δὲ εὐστοχία τις ἡ ἀγχίνοια», Αριστοτ.)
4. (για ζωγράφους) δεξιότητα στην απεικόνιση.
Greek Monotonic
εὐστοχία: ἡ,
I. ικανότητα, επιδεξιότητα στο σημάδι ενός στόχου, καλό σημάδι, σε Ευρ.· χερὸς εὐστ., περιφρ. λέγεται για τόξο, στον ίδ.
II. μεταφ., ταχύτητα στην πρόβλεψη, εκτίμηση, οξύνοια, ευφυία, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐστοχία, ἡ,
I. skill in shooting at a mark, good aim, Eur.; χερὸς εὐστ., periphrasis for a bow, Eur.
II. metaph. quickness in guessing, sagacity, Arist.
German (Pape)
ἡ, das glückliche Treffen des Ziels, Geschicklichkeit im Treffen, τόξων Eur. I.T. 1239; χερός Tr. 811; sp.D., wie Bian. 10 (IX.223); Gaetul. 4 (VI.331); καρύων παίγνιος εὐστοχίη Strat. 54 (XII.212); auch DS. 3.24; bes. Geschicklichkeit im Erraten, im Wahrnehmen des rechten Augenblicks, καιροῦ Plut. am. et adul. discr. 51; ἔστι δὲ εὐστοχία τις ἡ ἀγχίνοια Arist. eth. 6.9.10; Sp., auch treffender Witz, Spott.