μεταφράζω: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταφράζω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μεταφράζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[переводить]]: εἰ μεταφρασθείη Plut. если перевести, т. е. в переводе (на греческий язык);<br /><b class="num">2</b> med. [[подвергать обсуждению]], [[обсуждать]] ([[ταῦτα]] μεταφρασόμεσθα καὶ [[αὖτις]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:01, 25 November 2022
English (LSJ)
A paraphrase, D.H.Th.45, Theon Prog.1, Hdn.Fig. p.95 S. 2 translate, J.AJ8.5.3, Plu.Cat.Ma.19, Cic.40. II Med., consider after, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις Il.1.140.
German (Pape)
[Seite 156] in einen andern Ausdruck übertragen, z. B. aus der Poesie in Prosa, übersetzen, umschreiben, Plut. Cic. 40, Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
transporter d'une langue dans une autre, traduire;
Moy. μεταφράζομαι réfléchir ensuite, délibérer, examiner avec mûre réflexion.
Étymologie: μετά, φράζω.
Russian (Dvoretsky)
μεταφράζω:
1 переводить: εἰ μεταφρασθείη Plut. если перевести, т. е. в переводе (на греческий язык);
2 med. подвергать обсуждению, обсуждать (ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταφράζω: παραφράζω, ἑρμηνεύω εἰς ἄλλο ὕφος, ἐξηγῶ, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 45, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 19, Κικ. 40. 2) μεταφράζω τὰς λέξεις γλώσσης τινὸς εἰς ἄλλην, «Θεᾶς Φερωνείας ὀνομαζομένης, ἣν οἱ μεταφράζοντες εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν οἱ μὲν ἀνθηφόρον, οἱ δὲ φιλοστέφανον, οἱ δὲ Φερσεφόνην καλοῦσιν» Διον. Ἁλ. Ι, 505, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., σκέπτομαι περί τινος κατόπιν, ἢ σκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, ἐξετάζω τι ἀκολούθως, ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖτις Ἰλ. Α. 140.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταφράζω) φράζω
1. μεταφέρω προφορικό ή γραπτό λόγο από μια γλώσσα σε άλλη
2. αποδίδω γραπτό ή προφορικό λόγο με διαφορετικό εκφραστικό τρόπο, εξηγώ, ερμηνεύω
νεοελλ.
μεταγλωττίζω
αρχ.
(το μέσ.) μεταφράζομαι
σκέπτομαι για κάτι κατόπιν, αναλογίζομαι ξανά, ξανασκέπτομαι.
Greek Monotonic
μεταφράζω: μέλ. -σω,
I. παραφράζω, μεταφράζω, σε Πλούτ.
II. Μέσ., λαμβάνω υπ' όψιν αργότερα, κατόπιν, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to paraphrase, to translate, Plut.
II. Mid. to consider after, ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις Il.