σφυγμός: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφυγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''σφυγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[пульсация крови]], [[пульс]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[колебание земли]], [[подземные толчки]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[волнение]], [[страсть]] Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:42, 25 November 2022
English (LSJ)
ὁ,
A throbbing of inflamed parts, Hp.Aph.7.21, Plu.2.581f.
2 beating of the heart, and, generally, of an artery or vein, pulsation, Hp.Loc.Hom.3, al., Arist.Spir.482b15, Resp.479b19, al., Gal.6.149, 8.453-765; τῶν σ. ἅψασθαι Id.19.207: metaph. of a vibration of the earth, οἷον σ. Arist.Mete.366b15, cf. Plu.Alex.35.
3 metaph., οἷον ἐν σφυγμῷ γενομένης τῆς ψυχῆς Id.Cor.21; unhealthy excitement, Diog.Oen.57: pl., Plu.2.565d.
German (Pape)
[Seite 1052] ὁ, bei den ältesten Aerzten der heftige, gewaltsame Puls bei Entzündungen, sonst παλμός; dann übh. der Puls, auch im natürlichen Zustande; Wallung im Blute, Herzklopfen; übertr., heftige Begierde, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 palpitation, mouvement du pouls, pulsation;
2 légère secousse de tremblement de terre;
3 fig. palpitation, désir ardent, passion.
Étymologie: σφύζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφυγμός -οῦ, ὁ [σφύζω] geneesk. gebons, geklop:; ἐπὶ ἰσχυρῷ σφυγμῷ ἐν τοῖσιν ἕλκεσιν bij hevig geklop in verwondingen Hp. Aph. 7.21; pols(slag):. ἀταξία... ἐν τοῖς σφυγμοῖς onregelmatigheid in de polsslag Plut. Demetr. 38.4.
Russian (Dvoretsky)
σφυγμός: ὁ
1 пульсация крови, пульс Arst., Plut.;
2 колебание земли, подземные толчки Arst., Plut.;
3 волнение, страсть Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σφυγμός: ὁ, παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις τῶν Ἰατρικῶν συγγραφέων, ὁ τιναγμὸς τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος, ἄλλως παλμός, Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. σφύζω· - ἀκολούθως, 2) τὸ τακτικὸν κτύπημα τῆς καρδίας, καὶ καθόλου, ἐπὶ ἀρτηρίας ἢ φλεβός, παλμός, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 4, 1, π. Ἀναπν. 20, 1, κ. ἀλλ. 3) παλμός, σεισμός τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 12, Πλουτ. Ἀλέξ 35. 4) μεταφορ., πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφυγμός· φλεγμονή, κυρίως δὲ ὁ παλμὸς τῶν ἀρτηριῶν».
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφύζω
ρυθμική συστολή και διαστολή της καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.)
νεοελλ.
1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία κάποιου («του βρήκε τον σφυγμό και τον κάνει ό,τι θέλει»)
2. φρ. «παίρνω τον σφυγμό» — μετρώ τον αριθμό τών σφύξεων της καρδιάς ανά λεπτό
αρχ.
1. τρομώδης, παλμική κίνηση της Γης, δόνηση, σεισμός
2. μτφ. α) έντονη ψυχική κατάσταση («οἷον ἐν σφυγμῷ καὶ διατάσει καὶ ὄγκῳ γενομένης τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
β) νοσώδης έξαψη, ερεθισμός.
Greek Monotonic
σφυγμός: ὁ (σφύζω), τακτικός χτύπος της καρδιάς, παλμός, κάθε σφοδρή συγκίνηση, κλονισμός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σφυγμός, οῦ, ὁ, σφύζω
a throbbing of parts, pulsation, vibration, Plut.