κνίδη: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=τσουκνίδα). Ἀπό τό [[κνίζω]] πού παράγεται ἀπό τό [[κνάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, ὅπως καί στό [[κνίζω]]. | |mantxt=(=[[τσουκνίδα]]). Ἀπό τό [[κνίζω]] πού παράγεται ἀπό τό [[κνάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, ὅπως καί στό [[κνίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], (κνίζω) A nettle, Urtica, Hp.Vict.2.54, Arist.HA522a8, Theoc.7.110, Nic.Th.880, AP12.124 (Artemo); = ἀκαλήφη, Dsc.4.93 (un-Attic, acc. to Moer.p.66P.). II sea-nettle, Actinia, Arist. HA548a23.—Both senses combined, Archestr.Fr.9.7.
German (Pape)
[Seite 1461] ἡ (κνίζω), – 1) Nessel, Brennnessel, nach Moeris hellenistisch für das attische ἀκαλήφη; Beides steht neben einander Archestrat. bei Ath. VII, 285 c; ἐν κνίδαισι καθεύδειν Theocr. 7, 109; Sp. – 2) eine Molluskenart, welche beim Berühren ein Brennen, wie die Nessel verursacht, Meernessel; Arist. H. A. 5, 16 part. an. 4, 5; Ath. III, 90.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ortie, plante.
Étymologie: DELG cf. κνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνίδη -ης, ἡ [~ κνίζω?] brandnetel. zeenetel, zeeanemoon.
Russian (Dvoretsky)
κνίδη: (ῑ) ἡ
1 крапива Arst., Theocr.;
2 морская крапива (разновидность акалеф или актиний, имеющая стрекательные нити) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κνίδη: ῑ, ἡ, (κνίζω) «τσουκνίδα», Λατ. urtica, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 9, Θεόκρ. 7. 110, Διοσκ. 4. 94, Ἀνθ. Π. 12, 124· ― κατὰ τὸν Μοῖριν: «ἀκαλήφη Ἀττικοί, κνίδη Ἕλληνες». ΙΙ. θαλασσία κνίδη, εἶδος μαλακίου, ὅπερ ἐγγιζόμενον προξενεῖ κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, καὶ ἀλλ.· καλούμενον καὶ ἀκαλήφη, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 48, Αθήν. 20Α. ― Ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι συνυπάρχουσι παρὰ τῷ Ἀρχεστρ. ἐν Ἀθην. 285C.
Greek Monolingual
η (AM κνίδη)
1. το φυτό τσουκνίδα
2. είδος θαλάσσιας μέδουσας, η ακαλήφη
αρχ.
το θαλάσσιο ζώο ακτίνιο («γίγνονται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακα, οἷον αἵ τε κνίδαι καὶ οἱ σπόγγοι ἐν ταῖς σήραγξι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κνῑδη ανήκει στην οικογένεια του κνῐζω, του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί άμεσο παρ. αν δεν υπήρχε η διαφορά ποσότητας του -ι-. Αντίστοιχος τ., πάλι όμως με βραχύ φωνήεν, είναι το μσν. ιρλδ. cned «πληγή». Βλ. και λ. κνίσα.
ΠΑΡ. κνίδωση(ις)
αρχ.
κνίδειος
νεοελλ.
κνιδώδης].
Greek Monotonic
κνίδη: [ῑ], ἡ (κνίζω), τσουκνίδα, Λατ. urtica, σε Θεόκρ., Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: nettle, sea-nettle (Hp., Arist., Theoc.).
Derivatives: κνίδειος belonging to κνίδη (Theognost.); κνιδᾶται (κνηδ- cod.) δάκνεται, ἴσως ἀπὸ τῆς πόας and κνιδῶντες (-δοντες cod.) κνίδῃ μαστιγοῦντες H.; κνιδώσεις pl. itching, caused by a nettle (Hp.), as if from *κνιδόω; cf. the many formations in -(ω)σις in medic. and techn. S. Chantraine Formation 284ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: To κνίζω scratch, sting (s. v.), but the ι is long. Cf. κνῖσα. - An agreeing form with short vowel is MIr. cned wound, IE. *knidā.
See also: .
Middle Liddell
κνῑ́δη, ἡ, κνίζω
a nettle, Lat. urtica, Theocr., Anth.
Frisk Etymology German
κνίδη: {kní̄dē}
Grammar: f.
Meaning: Brennessel, Meernessel (Hp., Arist., Theok. usw.).
Derivative: Davon κνίδειος [[zur κνίδη gehörig]] (Theognost.); κνιδᾶται (κνηδ- cod.)· δάκνεται, ἴσως ἀπὸ τῆς πόας und κνιδῶντες (-δοντες cod.)· κνίδῃ μαστιγοῦντες H.; κνιδώσεις pl. das Jucken, das von einer Nessel verursacht wurde (Hp.), wie von *κνιδόω; vgl. die zahlreichen Bildungen auf -(ω)σις aus der medizin. und techn. Lit. bei Chantraine Formation 284ff.
Etymology: Zu κνίζω kratzen, stechen (s. d.), aber wegen der Länge des ι nicht unmittelbar davon abgeleitet. Vgl. κνῖσα. — Eine entsprechende kurzvokalische Form ist mir. cned Wunde, idg. *qnĭdā.
Page 1,884
Mantoulidis Etymological
(=τσουκνίδα). Ἀπό τό κνίζω πού παράγεται ἀπό τό κνάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, ὅπως καί στό κνίζω.