πραγματοδίφης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.
|elnltext=πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] [[iemand die op processen uit is]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτοδῑ́φης Medium diacritics: πραγματοδίφης Low diacritics: πραγματοδίφης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: pragmatodíphēs Transliteration B: pragmatodiphēs Transliteration C: pragmatodifis Beta Code: pragmatodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chercheur d'affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτοδίφης: ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης].

Greek Monotonic

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.

Middle Liddell

πραγμᾰτο-δῑ́φης, ου, ὁ, διφάω
one who hunts after lawsuits, a pettifogger, Ar.