διάπυρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=διάπυρος -ον [διά, πῦρ] roodgloeiend; subst.. τὰ διάπυρα gloeiende houtskool Plat. Tim. 58c. geneesk. ontstoken. overdr.: fel, woest:. ἄνδρες... διάπυροι ἰδεῖν vervaarlijk uitziende mannen Plat. Resp. 615e; μῖσος felle haat Plut. Arat. 3.1. | |elnltext=διάπυρος -ον [[[διά]], [[πῦρ]]] roodgloeiend; subst.. τὰ διάπυρα gloeiende houtskool Plat. Tim. 58c. geneesk. ontstoken. overdr.: fel, woest:. ἄνδρες... διάπυροι ἰδεῖν vervaarlijk uitziende mannen Plat. Resp. 615e; μῖσος felle haat Plut. Arat. 3.1. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:57, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, A red-hot, Anaxag.A.1,al., Hp.Aër. 17, E.Cyc.631, Arist.Pr.954a18; σίδηρος Epicur.Fr.346b; διάπυρα, τά, embers, Pl.Ti.58c; extremely hot, πέτραι δ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Porph. Abst.1.13. 2 inflamed, Hp.VM18. 3 metaph., ardent, fiery, Pl.R.615e, Lg.783a (Sup.); δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν, Plu.2.577a, Luc.4; ἐραστής Procop.Pers.2.12; δ. μῖσος Plu.Arat.3. Adv. -ρως ardently, προσέχειν σχολῇ εὐσεβείας Jul.Ep.89a; ἐρασθῆναί τινος Ael.VH2.4. 4 using fire, χρεία Max.Tyr.10.8.
Spanish (DGE)
(διάπῠρος) -ον
I 1ígneo, encendido, al rojo vivo, βόθρος Hp.Mul.2.133, χαλκίον ... διάπυρον ποιέουσαι Hp.Aër.17, cf. Alex.129.7, δαλός E.Cyc.631, μύδροι Arist.Mu.395b23, cf. Luc.Icar.20, D.L.2.8 (= Anaxag.A 1.8), λίθος καὶ σίδηρος διάπυρα γενόμενα Arist.Pr.954a18, cf. Porph.Abst.1.13, Hsch., χύτραι Thphr.Lap.54, ὀβελίσκοι Thphr.Ign.57, καυτήριον Luc.Apol.2, πηλός Posidon.231, ὀφρύες ref. a taludes con solfataras, Str.5.4.6, ὁ πόρος οὗτος ... δ. ἐστι ese camino es volcánico Str.5.4.9, ἀστραπαί I.AI 6.27, κάμινον LXX 3Ma.6.6, ἄνθραξ D.C.47.49.3, ξύλα D.C.56.29.3
•incandescente φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι X.Mem.4.7.7, (πῦρ) διάπυρα ποιῆσαι καὶ τῆς γῆς μόριά τινα Anaxag. en Ach.Tat.Intr.Arat.11.
2 muy caliente ἀήρ Democr.B 5.1, Hp.Flat.8
•subst. τὰ διάπυρα las ascuas Pl.Ti.58c
•medic. inflamado por el calor ῥίς Hp.VM 18, cf. Gal.12.1003, 1004
•febril νόσος Sch.Pi.O.3.111b, cf. 117.
3 de aspecto o color de fuego (ἄνδρες) διάπυροι ἰδεῖν (hombres) de aspecto de fuego Pl.R.615e, de un tipo de plantas, Thphr.HP 4.7.3.
4 fig. de pers. ardiente, fogoso ἄνδρες Pl.Lg.783a, ἄνθρωποι Plu.2.577a, Luc.4, ἐχθροί Plu.2.74c, ἐραστής Procop.Pers.2.12.9, cf. Men.Dysc.183, Iul.Ep.89a.453d, Vett.Val.14.3, de abstr. μῖσος Plu.Arat.3, ἔρωτες Plu.2.406a, ἵμερος Dam.Fr.139
•neutr. como adv. ὀξύ τε καὶ διάπυρον ἐνεῖδεν Hld.3.11.2
•subst. τὸ διάπυρον ardor Longin.12.3.
II del fuego, que usa fuego χρεία Max.Tyr.4.8.
III adv. -ως ardientemente δ. ἠράσθη Ael.VH 2.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fortement chauffé;
2 fig. enflammé, ardent.
Étymologie: διά, πῦρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπυρος -ον [διά, πῦρ] roodgloeiend; subst.. τὰ διάπυρα gloeiende houtskool Plat. Tim. 58c. geneesk. ontstoken. overdr.: fel, woest:. ἄνδρες... διάπυροι ἰδεῖν vervaarlijk uitziende mannen Plat. Resp. 615e; μῖσος felle haat Plut. Arat. 3.1.
Russian (Dvoretsky)
διάπῠρος:
1 горящий, пылающий (δαλός Eur.);
2 раскаленный, огненный (λίθος Xen.; μύδροι Arst.; σίδηρος Plut.);
3 пламенный, страстный (ἄνδρες Plat., Plut.; ἤθη Plut.): δ. πρὸς ὀργήν Plut. вспыльчивый;
4 жаркий, знойный (ξηροὶ καὶ διάπυροι τόποι τῆς οἰκουμένης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διάπῠρος: -ον, διάθερμος, ὑπέρθερμος, Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., θερμός, ἔνθερμος, πλήρης πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. μῖσος, ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάπυρος, -ον)
1. πυρακτωμένος σε ολόκληρη τη μάζα του
2. διακαής, ένθερμος, φλογερός.
Greek Monotonic
διάπῠρος: -ον (διά, πῦρ),
1. ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. παρά Ξεν., σε Ευρ.
2. μεταφ., θερμός, σφοδρός, φλογισμένος, διάπυρος, ασυγκράτητος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δια-πῠρος, ον adj [διά, πῦρ]
1. red-hot, Anaxag. ap. Xen., Eur.
2. metaph. hot, fiery, Plat.
English (Woodhouse)
heated in the fire, red hot, redhot
German (Pape)
vom Feuer durchglüht, glühend; δαλός Eur. Cycl. 627; vgl. Plat. Tim. 88a; Xen. Mem. 4.7.7 und Folgde. – Bes. übertragen, feurig, heftig, leidenschaftlich, ἄνδρες ἄγριοι Plat. Rep. X.615e; – superl., Legg. VI.783a; – öfter bei Folgdn, bes. Plut., z.B. ἤθη, Lyc. 9; πρὸς ὀργήν, gen.Socr. 3; πρὸς δόξαν, Luc. 4; auch von Handlungen, ἔργον, Luc.; μῖσος, Plut. Arat. 3.