προσθόδομος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσθόδομος -ου, ὁ [πρόσθεν, δόμος] [[voormalige huiseigenaar]]. | |elnltext=προσθόδομος -ου, ὁ [[[πρόσθεν]], [[δόμος]]] [[voormalige huiseigenaar]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:01, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, chief of a house or its former lord, Ἀτρεῖδαι A.Ch. 322 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 766] der vorher das Haus bewohnte, od. der das Haus schirmt, Hort des Hauses, Aesch. Ch. 319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient devant la maison ; p.-ê. protecteur de la maison.
Étymologie: πρόσθεν, δόμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσθόδομος -ου, ὁ [πρόσθεν, δόμος] voormalige huiseigenaar.
Russian (Dvoretsky)
προσθόδομος: ὁ прежний хозяин или хранитель дома Aesch.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο αρχηγός ή προστάτης σπιτικού, νοικοκυριού, ή ο προηγούμενος κύριός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθεν + δόμος.
Greek Monotonic
προσθόδομος: ὁ, προηγούμενος κύριος του σπιτιού, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
προσθόδομος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ προστάτης οἴκου, ἢ ὁ πρῴην κύριος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 321