κατοίκησις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de s'établir dans un lieu;<br /><b>2</b> habitation, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de s'établir dans un lieu]];<br /><b>2</b> habitation, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:22, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοίκησις Medium diacritics: κατοίκησις Low diacritics: κατοίκησις Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: katoíkēsis Transliteration B: katoikēsis Transliteration C: katoikisis Beta Code: katoi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A settling in a place, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Th. 2.15. II dwelling, abode, Pl.Ti.71b, Criti.115c, LXX Ge.10.30, etc.; τὴν κ. εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι Ev.Marc.5.3; inhabited district, ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ath.12.523e.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, das Bewohnen, die Wohnung, der Aufenthaltsort; τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν Thuc. 2, 15; Plat. Tim. 71 b; ἐν ταύτῃ τῇ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν προγόνων κατοικήσει Critia. 115 c; Sp., wie Plut. Lys. 28.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de s'établir dans un lieu;
2 habitation, résidence.
Étymologie: κατοικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοίκησις -εως, ἡ [κατοικέω] vestiging; verblijfplaats.

Russian (Dvoretsky)

κατοίκησις: εως ἡ
1 заселение (καλεῖται, διὰ τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν, καὶ ἡ ἀκρόπολις μέχρι τοῦδε ἔτι πόλις Thuc.);
2 жилище, местопребывание (τῶν προγόνων Plat.; τὴν κατοίκησιν ἔχειν ἔν τινι NT).

English (Strong)

from κατοικέω; residence (properly, the act; but by implication, concretely, the mansion): dwelling.

English (Thayer)

κατοικήσεώς, ἡ (κατοικέω), dwelling, abode: Thucydides, Plato, Plutarch.)

Greek Monotonic

κατοίκησις: -εως, ἡ, διαμονή σ' έναν τόπο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ διαμονή, διατριβή, κατοικία, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ κατοίκισις, ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν).

Middle Liddell

κατοίκησις, εως [from κατοικέω
a settling in a place, Thuc.

Chinese

原文音譯:kato⋯khsij 卡特-哀咳西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-家(著) 相當於: (מֹושָׁב‎)
字義溯源:住所,居住,住處,住;源自(κατοικέω / κατοικίζω)=定居);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(οἰκέω)=居住)組成;而 (οἰκέω)出自(οἶκος)*=住處)。參讀 (κατοικέω / κατοικίζω)同義字
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 住(1) 可5:3

English (Woodhouse)

being inhabited

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)