ἀλύπητος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[exempt de chagrin]];<br /><b>2</b> qui ne cause pas de chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λυπέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[exempt de chagrin]];<br /><b>2</b> [[qui ne cause pas de chagrin]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λυπέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:42, 30 November 2022
English (LSJ)
ον,
A not pained or not grieved, S.Tr. 168.
II Act., not causing pain, S.OC1662 (but v. sub ἀλάμπετος): so Adv. ἀλυπήτως Pl.Lg.958e.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1libre de penas, sin tristeza, βίος S.Tr.168, αἰών 2Ep.Clem.19.4, cf. Theopomp.Hist.399.
2 no dañino, inofensivo c. dat. ἀλύπητοι δόμοις E.Fr.1.9 Bond.
II adv. ἀλυπήτως = sin dolor, sin pena τὰ τῶν τετελευτηκότων σώματα ... ἀ. τοῖς ζῶσι ... κρύπτειν Pl.Lg.958e, Clem.Al.Strom.7.12.70.
German (Pape)
[Seite 110] ungekränkt, nichtbetrübt, βίος Soph. Trach. 167; γῆς βάθρον O. C. 1658, mit der v.l. ἀλάμπετος, wird act. erkl., nicht betrübend, schmerzlos, wie es Hippocr. braucht; ebenso adv., Plat. Legg. XII, 958 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exempt de chagrin;
2 qui ne cause pas de chagrin.
Étymologie: ἀ, λυπέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλύπητος: (ῡ)1 не знающий горя, беспечальный (βίος Soph.);
2 освобождающий от печалей (γῆς βάθρον Soph. - v.l. ἀλάμπετος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλύπητος: -ον, ὁ μὴ λυπούμενος ἢ θλιβόμενος, Σοφ. Τρ. 168. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν πόνον ἢ λύπην, Σοφ. Ο. Κ. 1662 (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. ἀλάμπετος): οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. -τως, Πλάτ. Νόμ. 958Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλύπητος, -ον)
αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός
2. αυτός που δεν αξίζει να τον λυπηθεί, να τον σπλαχνιστεί κανείς
3. αφειδής, άφθονος
4. επίρρ. αλύπητα
α) χωρίς λύπη, ανελέητα, σκληρά
β) αφειδώς, άφθονα
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί λύπη, ο μη λυπηρός
2. επίρρ. αλυπήτως
δίχως πρόκληση λύπης ή πόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυπώ.
ΠΑΡ. αλυπησιά].
Greek Monotonic
ἀλύπητος: -ον (λῡπέω),
I. αυτός που δεν λυπάται ή δεν θλίβεται, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν προκαλεί πόνο, στον ίδ.
Middle Liddell
[λῡπέω]
I. not pained or grieved, Soph.
II. act. not causing pain, Soph.