μεθάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεθαλοῦμαι ; <i>part. ao. syncopé</i> [[μετάλμενος]], <i>ion. p.</i> *μεθάλμενος;<br /><b>1</b> sauter, <i>càd</i> s'élancer à la suite de;<br /><b>2</b> s'élancer sur <i>ou</i> contre : τινί sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἅλλομαι]].
|btext=<i>f.</i> μεθαλοῦμαι ; <i>part. ao. syncopé</i> [[μετάλμενος]], <i>ion. p.</i> *μεθάλμενος;<br /><b>1</b> sauter, <i>càd</i> s'élancer à la suite de;<br /><b>2</b> [[s'élancer sur]] <i>ou</i> contre : τινί sur qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:27, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθάλλομαι Medium diacritics: μεθάλλομαι Low diacritics: μεθάλλομαι Capitals: ΜΕΘΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: methállomai Transliteration B: methallomai Transliteration C: methallomai Beta Code: meqa/llomai

English (LSJ)

used by Hom. only in Ep. aor. part. μετάλμενος:— A leap, rush upon, of warriors, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336; οὔτασε δουρὶ μ. 14.443; Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362; of a lion, ἥρπαξε μ. 12.305, cf. Hld.10.30. 2 rush after, in a race, οὐκ ἔσθ' ὅς κέ σ' ἕλησι μ. Il.23.345. II leap from one ship to another in a sea-fight, ἐς ἀλλήλους App.BC5.120; spring from side to side, hither and thither, τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.

German (Pape)

[Seite 111] (s. ἅλλομαι), hinüber, nach Einem springen, vom feindlichen Darauflosspringen, χαλκῷ, δουρί, Il. 5, 336. 11, 538. 14, 443, u. vom Löwen gesagt 12, 305; nachspringen, einholen, 23, 345; immer in dem syncop. aor. μετάλμενος. Sonst nur bei Sp., εἴς τινα, App. B. C. 5, 120; ἐπὶ τὸν βόθρον, Mel. 6, 14.

French (Bailly abrégé)

f. μεθαλοῦμαι ; part. ao. syncopé μετάλμενος, ion. p. *μεθάλμενος;
1 sauter, càd s'élancer à la suite de;
2 s'élancer sur ou contre : τινί sur qqn.
Étymologie: μετά, ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεθάλλομαι: (только part. aor. sing. μετάλμενος из *μεθάλμενος) наскакивать, набрасываться (Τρώεσσι, sc. τοῖς μήλοις Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεθάλλομαι: ἀποθ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ. ἀορ. συγκεκομμ. μετάλμενος· - ἐφάλλομαι, ἐπιπηδῶ, ἐφορμῶ, ἐπὶ πολεμιστῶν, οὔτασε… μετάλμενος ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ε. 336· οὔτασε δουρὶ μ. Ξ. 443· Τρώεσσι μ. Ν. 362· ἐπὶ λέοντος, ἥρπαξε μ. (ἐξυπ. τοῖς μήλοις) Μ. 305. 2) ὁρμῶ κατόπιν τινός, ἐν ἀγῶνι, οὐκ ἔσθ’ ὅς κέ σ’ ἕλῃσι μ. Ψ. 345. ΙΙ. πηδῶ ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον, Ἀππ. Ἐμφύλ. 120.

English (Autenrieth)

only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)

Greek Monolingual

μεθάλλομαι (Α)
1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.)
2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ' ὃς κὲ σ' ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ»
Ομ. Ιλ.)
3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο) πηδώ από ένα σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἅλλομαι «ορμώ, χυμώ, πηδώ»].

Greek Monotonic

μεθάλλομαι: αποθ., συγκεκ. μτχ. αόρ. βʹ μετάλμενος·
1. πηδώ ή ορμώ πάνω σε κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. ορμώ κάποιον σε αγώνα, σε ίδ.

Middle Liddell

Dep., syncop. aor2 part. μετάλμενος
1. to leap or rush upon, c. dat., Il.
2. to rush after, in a race, Il.