ἁπαξάπας: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ασα, αν;<br />tout entier ; <i>pl.</i> tous en une fois, tous ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπαξ]], [[ἅπας]].
|btext=ασα, αν;<br />tout entier ; <i>pl.</i> [[tous en une fois]], [[tous ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅπαξ]], [[ἅπας]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 14:40, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπαξάπας Medium diacritics: ἁπαξάπας Low diacritics: απαξάπας Capitals: ΑΠΑΞΑΠΑΣ
Transliteration A: hapaxápas Transliteration B: hapaxapas Transliteration C: apaksapas Beta Code: a(paca/pas

English (LSJ)

ασα, αν, all together, the whole, περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp. 4.3; ἡμέρα ἁ. Stratt. 36.2; ἁπαξάπαν Xenarch. 7.16; ἁπαξαπάσης τιμῆς Phld. Mort. 23; mostly in plural, all at once, all together, Ar. Pl. 111, 206, etc.

Spanish (DGE)

(ἁπαξάπᾱς) -ᾱσα, -ᾰν
• Prosodia: [-ξᾰ-]
1 todo entero περιτρέχων τὴν γῆν ἁπαξάπασαν Hermipp.4.3 (cj.), ἡμέρα Stratt.36.2, τιμή Phld.Mort.23, ἁπαξάπαν Xenarch.7.16.
2 en plu. todos juntos, todos en conjunto Ar.Pl.111, PMerton 43.8 (V d.C.)
en gener. εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλεισμένα encontrando todo bien cerrado Ar.Pl.206.

German (Pape)

[Seite 279], bes. im plur., alle auf einmal, zusammen, Ar. Pl. 111 u. öfter, wie a. com.

French (Bailly abrégé)

ασα, αν;
tout entier ; pl. tous en une fois, tous ensemble.
Étymologie: ἅπαξ, ἅπας.

Russian (Dvoretsky)

ἁπαξάπας: πασα, παν весь в целом, весь целиком: εὑρών ἁπαξάπαντα κατακεκλῃμένα Arph. найдя все решительно запертым.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπαξάπᾱς: ᾱσα, ᾰν, ὅλος, η, ον ὁμοῦ ἢ διὰ μιᾶς, ὁλόκληρος, περιτρέχων τὴν γὴν ἁπαξάπασαν, ὁλόκληρον, ὅλην διὰ μιᾶς, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἡμέρα ἁπ. Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· ἁπαξάπαν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 16: - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἀριθ., πάντες ἄνευ ἐξαιρέσεως, μὰ Δί’, ἀλλ’ ἁπαξάπαντες Ἀριστοφ. Πλ. 111, εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα, πάντα ἀνεξαιρέτως, αὐτόθι 206, κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

ἁπαξάπᾱς: [ξᾰ], -ᾱσα, -ᾰν, ολόκληρος μεμιάς, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

all at once, mostly in plural, Ar.