ἀλυσιτελής: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />désavantageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λυσιτελής]]. | |btext=ής, ές :<br />désavantageux;<br /><b>[[NT]]</b>: préjudiciable, pernicieux ; inutile, sans intérêt.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λυσιτελής]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:15, 6 December 2022
English (LSJ)
ές, A unprofitable, Pl.Cra.417d, X.Oec.14.5, Polystr.p.18 W.; of a person, ἀ. τῇ πόλει Bato 2.9: Sup. ἀλυσιτελέστατος Aeschin.1.105. Adv. ἀλυσιτελῶς X. Mem.1.7.2, Hierocl.in CA12p.447M., etc. II Medic., unfavourable, of symptoms, Hp.Prog.14.
Spanish (DGE)
(ἀλῡσῐτελής) -ές
I 1desventajoso, no provechoso, que no merece la pena ἀλυσιτελεῖς αἱ γεωργίαι γίγνονται X.Vect.4.6, cf. Aen.Tact.39.7, de un matrimonio, I.AI 16.224
•no provechoso, inútil Pl.Cra.417d, ἀλυσιτελῆ ποιῆσαι τοῖς ἀδίκοις τὴν αἰσχροκέρδειαν X.Oec.14.5, δικαιοσύνη Isoc.8.31, ἡ πρὸς ἑτερόφρονας εἰρήνη Cyr.Al.M.72.757A, τὰ δὲ κακὰ ἐκ τῶν ἐναντίων ... ἀλυσιτελῆ καὶ φαῦλα Chrysipp.Stoic.3.22, σπουδαῖαι πράξεις πολλάκις ἀλυσιτελεῖς Polystr.19.23, φίλος D.14.36, φιλία Plb.4.49.2, del bautismo arriano, Ath.Al.M.26.237B
•c. dat., Bato 2.9.
2 perjudicial, dañino esp. en rel. c. la ciudad ἀλυσιτελέστατος πολίτης Aeschin.1.105
•c. dat. ἐχθρὸν ἡγοῦντο τὸ δωροδοκεῖν καὶ ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.19.275, πρᾶγμ' ἀλυσιτελὲς τῇ πόλει D.23.5, cf. Plb.28.6.4, ὑμῖν Ep.Hebr.13.17
•en gener. πόλεμος Plb.11.4.7, ἡ οἴνου χρῆσις Ph.2.227, φασὶ γὰρ πρός σε γράφειμ με ἀεί τι καθ' αὑτῶν ἀλυσιτελές dicen que siempre te estoy escribiendo algo malo de ellos, PSI 441.21 (III a.C.).
3 de síntomas malo, desfavorable (πτύελον) τὸ λευκὸν ... ἀ. Hp.Prog.14, πταρμὸς οὐκ ἀ. Hp.Coac.393, cf. Thphr.Sud.4.
4 de mala calidad, de bajo valor de semillas PTeb.68.31 (II a.C.).
II adv. ἀλυσιτελῶς = sin provecho, sin beneficio βιώσεται X.Mem.1.7.2, c. dat. αὑτοῖς ἀλυσιτελῶς ἔχειν D.61.3
•desventajosamente ἀλυσιτελῶς μὲν αὐτῷ, συμφερόντως δὲ σοί I.AI 15.192
•ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων Prou.Bodl.176.
German (Pape)
[Seite 111] ές, nichts nützend, nichts einbringend, ἀνωφελὲς καὶ ἀλ. Plat. Crat. 417 d. Oefter bei den Rednern, auch schädlich. – Adv., Xen. Mem. 1, 7, 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
désavantageux;
NT: préjudiciable, pernicieux ; inutile, sans intérêt.
Étymologie: ἀ, λυσιτελής.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῡσῐτελής: бесполезный, тж. невыгодный или вредный Plat., Xen., Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῡσῐτελής: -ές, ἀνωφελής, Ἱππ. Προγν. 41, Πλάτ. Κρατ. 417D., Ξεν. Οἰκ. 14, 5, Βάτων ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. 9: - ὑπερθετ. -έστατος, Αἰσχίν. 15. 8. - Ἐπίρρ. -λῶς, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 2.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and the base of λυσιτελεῖ; gainless, i.e. (by implication) pernicious: unprofitable.
English (Thayer)
(ἄλφα) τό, indeclinable: Revelation 22:13. See A.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος
αρχ.
(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λυσιτελής.
ΠΑΡ. αλυσιτέλεια].
Greek Monotonic
ἀλῡσῐτελής: -ές, ανωφελής, ακερδής, μη προσοδοφόρος, σε Ξεν.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
unprofitable, Xen. adv. ἀλυσιτελῶς, Xen.
Chinese
原文音譯:¢lusitel»j 阿-呂西-帖累士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-釋放-完成的
字義溯源:無益的,無獲益的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(λυσιτελέω)=有利)組成;而 (λυσιτελέω)又由(λύσις)=解脫)與(τέλος)=界限)組成,其中 (λύσις)出自(λύω)*=解開),而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 無益(1) 來13:17