ἐκτάσσω: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
m (Text replacement - "tr" to "tr")
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=disposer en ordre de bataille;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐκτάσσομαι]] se ranger en ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τάσσω]].
|btext=disposer en ordre de bataille;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐκτάσσομαι]] se ranger en ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' ἐκ, [[τάσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:05, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτάσσω Medium diacritics: ἐκτάσσω Low diacritics: εκτάσσω Capitals: ΕΚΤΑΣΣΩ
Transliteration A: ektássō Transliteration B: ektassō Transliteration C: ektasso Beta Code: e)kta/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκτάττω, A draw out in battle-order, of the officers, Plb. 3.112.1, D.S.17.53; πρὸς μάχην Onos.1.13:—Med., draw themselves out, of the soldiers, X.An.5.4.12, etc.:—Pass., Plb.5.83.1. II keep muster-roll of, λαόν LXX 4 Ki.25.19. 2 ἐκτάσσοντα· χαράσσοντα, γράφοντα, Hsch.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
A tr.
I milit.
1 formar en orden de batalla
a) gener. ἐξέταξε τὴν ἰδίαν δύναμιν Ctes.1b.6.3, D.S.2.6, cf. Phylarch.59, D.S.12.74, D.H.8.86, πάντας ἐκτάξας ἐς μέτωπον ὡς ἐπὶ μάχῃ App.Hisp.62, τὴν ... ἑξακισχιλίαν ἵππον Str.11.14.9, τὸ πεζόν Plu.Demetr.16, τὴν φάλαγγα ἐς βάθους Arr.An.1.2.4, τοὺς ἥρωας ἐπὶ τῆς ἠϊόνος Luc.VH 2.23, τὸ στρατόπεδον Plb.1.40.6, I.AI 3.50, cf. D.Chr.31.156, de naves, Plb.1.50.4, en v. pas. τοῦτον τὸν τρόπον τῶν δυνάμεων ἐκτεταγμένων Plb.5.83.1, τῶν Κελτῶν ἐπὶ λεπτὸν ἐκτεταγμένων Plb.3.115.6, cf. Ezech.197, ἐνωπλισμένοι καὶ ἐκτεταγμένοι LXX Nu.32.27, cf. 2Ma.15.20, App.Hisp.77, D.S.16.86, τῶν Περσῶν εἰς μάχην ἐκτεταγμένων Hld.9.13.2
en maniobras de instrucción ἐν μέρει πάλιν ταῖς στρατιωτικαῖς δυνάμεσιν ἐφήδρευεν ἐκτάττων Ph.2.518
formar en orden de revista ἐκτάξαντας τὴν δύναμιν ἀπαριθμεῖν ἑκάστῳ τἀργύριον I.BI 5.349, cf. AI 15.199;
b) abs. disponer las fuerzas para el combate, prepararse para la batalla ἐὰν Ἀννίβας ... ἐκτάξῃ πᾶσι Plb.3.117.8, μήτε τις ... ἐκτὸς τῆς ἐπαρχείας ἐκτασσέτω μήτε ἀγέτω τις IKnidos 31.3.6 (II/I a.C.), συνεχῶς ἐξέτασσε προκαλούμενος ἐς μάχην App.Hisp.53, cf. 58, 65, Pun.41;
c) fig. dirigir, gobernar, mandar πόλεμον Polyaen.5 proem., c. compl. de pers. οὕτως ἡμᾶς ὁ ἀπόστολος εἰρηνικῶς ἐκτάττει Clem.Al.Prot.11.116
c. dat. Θεοῦ μὲν ἴδιον ... τοῖς στοιχείοις ἐκτάττειν es propio de Dios mandar en los elementos Tim.IV Alex.Fr.M.86.268C.
2 levar, reclutar, alistar τὸν ἐκτάσσοντα τὸν λαόν (capturó) al encargado de alistar al pueblo LXX 4Re.25.19, cf. Hsch., ἤ στρατιὰν ἐξέταξεν ἢ χώραν ἡμέρωσεν D.Chr.3.127, φρουρὰν ἐξέταξεν κατὰ πόλεις Hippol.Dan.4.47.
II gener.
1 disponer, colocar de cierta manera ἐπὶ μιᾶς εὐθείας ἐφεξῆς τούς τε διπλασίους ἐκτάττων καὶ τοὺς τριπλασίους (ἀριθμούς) Plu.2.1022d, ἀτόπους ... συμβουλίας Plu.2.58a, σὺ ἐξέταξας ἡμῖν πᾶσαν ταῦτην τὴν ἔκταξιν tú dispusiste para nosotros todo este trastorno (en tu casa) i.e. te tomaste muchas molestias por nosotros Al.4Re.4.13
tal vez disponer en orden los rodrigones que sujetan las vides ἐκτάσσο(ντες) ἐργ(άται) PMil.Vogl.69B.55, 62 (II d.C.), SB 9410.5.3 (III d.C.), en v. pas. ἐκπωμάτων πλῆθος ἐκτεταγμένων καθ' ἕκαστον εἶδον Ph.2.478, εἰς τὸν ἀμείνω τῆς ἐπαγγελίας ἐκτασσόμεναι χῶρον de las vírgenes tras la muerte, Meth.Symp.157.
2 fijar, asignar, determinar τὴν βρῶσιν ... ὑμῶν LXX Da.1.10, τὰ ἑπτακισχίλια ... πρόβατα εἰς τὴν τῶν πτωχῶν ἔνδυσιν T.Iob 32, de salarios, impuestos, etc. ὁπόθεν ἂν ὁ τῆς ἐπαρχίας ἡγούμενος ἐκτάξειε Iust.Nou.102.3, τὰς decem librarum auri τὰς ὑπὲρ σιτήσεων ... ἐκτάττειν Iust.Edict.4.2, τὴν ἐπιβάλλουσαν αὐτοῖς ἐκτάξει δαπάνην Iust.Edict.13.13, de disposiciones testamentarias τοῦτο ... τῇ ἐμῇ διαθήκῃ PMasp.353.35 (VI d.C.), en v. pas. τὴν παράδοσιν ποιήσασθαι ... εἰς τοὺς ἐκτεταγμένους τόπους SB 11548.11 (IV d.C.), esp. ref. la contribución en especie de suministros al ejército βρέουιον τῶν ἐκταγέντων ἀνακομισθῆναι εἰδῶν εὐθενιακῶν Stud.Pal.20.84re.1.2 (III/IV d.C.), τὸν χόρτον τὸν ἐκταγέντα ταῖς τροφαῖς τῶν βοῶν CPR 6.31.6 (IV d.C.), κάπιτα τὰ ἐκταττομένα αὐτοῖς παρὰ τῶν ... ἐπάρχων las contribuciones asignadas a ellos por cabeza por los prefectos, SEG 9.356.8 (Cirenaica VI d.C.), cf. BGU 836.3 (VI d.C.).
3 nombrar, establecer en un cargo ἱερέας ... κατὰ πάντα τόπον καὶ πόλιν ... ἐκτάσσων Eus.HE 8.14.9
asignar, adscribir a algún servicio de tipo litúrgico, en v. pas. BGU 2251.2 (I a.C.).
B intr. en v. med., milit. formarse en orden de batalla συμβούλευε δ' αὐτοῖς καὶ ἐκτάττεσθαι ὅπῃ ἂν δοκῇ κράτιστον εἶναι X.Cyr.6.1.43, οἱ δὲ μένοντες ἐξετάξαντο ὧδε X.An.5.4.12, ὄπισθεν τῶν ἁρμαμαξῶν ἐκτάττου X.Cyr.6.3.33, cf. An.7.1.24.

German (Pape)

[Seite 780] att. -τάττω, herausführen u. ordnen, bes. das Heer aus dem Lager führen u. in Schlachtordnung stellen, τὰς δυνάμεις D. Sic. 17, 53; pass., Pol. 5, 83, 1. Häufiger im med., sich in Schlachtordnung aufstellen, Xen. Cyr. 6, 3, 33 An. 5, 4, 12 u. Sp., bes. Pol. oft. Auf andere Dinge übertr., Philo.

French (Bailly abrégé)

disposer en ordre de bataille;
Moy. ἐκτάσσομαι se ranger en ordre de bataille.
Étymologie: ἐκ, τάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάσσω: атт. ἐκτάττω выстраивать, med. выстраиваться в боевой порядок Xen., Polyb., Diod.: αὐτῶν εἰς μῆκος ἐκτεταγμένων Plut. когда они заняли более дальние (боевые) позиции (досл. когда их строй растянулся в длину).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπὶ στρατηγοῦ, παρατάσσω εἰς γραμμὴν μάχης, τῇ δ’ ἐξῆς παρὰ τὸν ποταμὸν ἐξέταττε τὰ στρατόπεδα Πολύβ. 3. 112, 1, Διόδ. 17. 53. ― Μέσ., ἐπὶ στρατιωτῶν, παρατάσσομαι, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 12, κτλ.· προσέτι ἐν τῷ παθ., τοῦτον δὲ τὸν τρόπον τῶν δυνάμεων ἐκτεταγμένων Πολύβ. 5. 83, 1.

Greek Monolingual

ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α)
1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη
2. καταγράφω σε καταλόγους
3. γράφω, χαράζω
4. καταγράφω τους φόρους
5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.

Greek Monotonic

ἐκτάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, παρατάσσω σε γραμμή μάχης, λέγεται για αξιωματούους — Μέσ., παρατάσσομαι, απλώνομαι στη μάχη, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to draw out in battle-order, of the officers:—Mid. to draw themselves out, of the soldiers, Xen.