ὑπέρτονος: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />extrêmement tendu, très intense.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερτείνω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[extrêmement tendu]], [[très intense]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερτείνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, A strained to the utmost, at full pitch, exceeding loud, γήρυμα A.Eu. 569; βοά Ar.Nu.1154 (lyr.), Phryn.Com.46 (lyr.): metaph., δύναμις ὑ. Plu.Fab.19; ὑ. τῷ κόπῳ Hippiatr.10. II ὑπέρτονον (sc. ξύλον), τό, main-beam, EM576.16, Eust.249.20, 780.28. (Cf. διάτονος.)
German (Pape)
[Seite 1202] überspannt, übermäßig angestrengt; σάλπιγξ ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ Aesch. Eum. 539; βοά Ar. Nubb. 1138; δύναμις Plut. Fab. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement tendu, très intense.
Étymologie: ὑπερτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρτονος:
1 чрезвычайно напряженный, громогласный, громкий (γήρυμα Aesch.; βοά Arph.);
2 перенапряженный (δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρτονος: -ον, ὑπερβαλλόντως τεταμένος, λίαν ἐντεταμένος, καθ’ ὑπερβολὴν ἔντονος, ἠχηρότατος, γήρυμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 569· βοὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 1154· μεταφορ., ὑπ. δύναμις Πλούτ. κλπ.· ὑπέρτονα τοξεύειν Γρηγ. Ναζ. Ποιήματ. 58, 23. ΙΙ. ὑπέρτονον. (ἐξυπακ. ξύλον), τό, ἡ κυριωτάτη δοκός, Ἐτυμ. Μ. 576, 17· ἀλλὰ μετὰ διαφόρ. γραφ. ὑπότονον, ὡς παρ’ Εὐστ. 249, 19., 780. 27. Πρβλ. διάτονος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρτονος, -ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο
το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι της στέγης, η μεσόδμη
νεοελλ.
1. συμπαγής, πυκνός
2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός
3. φρ. «υπέρτονος ορός»
ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που εμφανίζει μοριακή συγκέντρωση ανώτερη από τη συγκέντρωση διαλύματος χλωριούχου νατρίου 8o/οo η οποία αντιστοιχεί στο πλάσμα του αίματος
αρχ.
1. υπερβολικά έντονος, ισχυρότατος («βοάσομαί τἄρα τὰν ὑπέρτονον βοάν», Αριστοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρτονα
α) σε μεγάλο ύψος
β) με μεγάλη ένταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + τόνος (πρβλ. διάτονος)).
Greek Monotonic
ὑπέρτονος: -ον, υπερβολικά τεταμένος, τεταμένος στο έπακρο, σε πλήρη ένταση, υπερβολικά θορυβώδης, ηχηρός, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Middle Liddell
ὑπέρ-τονος, ον,
overstrained, strained to the utmost, at full pitch, exceeding loud, Aesch., Ar.