παλίσσυτος: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίσσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[καταδιώκω]]»), | |mltxt=[[παλίσσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>συτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[καταδιώκω]]»), [[πρβλ]]. [[αυτόσσυτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:45, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (σεύω, ἔσσυμαι) rushing back, π. δράμημα = hurried flight, S.OT193(lyr.); π. στεῖχε E.Supp.388; ὁρμῆσαι Plb. 15.12.2, cf. παλίσσυρτος; χολή Aret.SD1.15; π. φύσις recovering, Id.CA2.3.
German (Pape)
[Seite 452] zurückeilend; παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, Soph. O. R. 193; στεῖχε, Eur. Suppl. 404; sp. D., wie Nic. Ther. 571; Ap. Rh. 1, 1206; u. in Prosa, παλίσσυτα ὥρμησε τὰ θηρία, Pol. 15, 12, 2; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se précipite en arrière.
Étymologie: πάλιν, σεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίσσυτος -ον [πάλιν, σεύω] terugsnellend, haastig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίσσῠτος: устремляющийся назад, ведущий обратно: δράμημα παλίσσυτον Soph. спешное отступление; π. στεῖχε Eur. (по)спеши вернуться.
Greek Monolingual
παλίσσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -συτος (< συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτόσσυτος].
Greek Monotonic
πᾰλίσσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά εσπευσμένα προς τα πίσω, δρόμημα παλίσσυτον, εσπευσμένη οπισθοχώρηση, σε Σοφ.· παλίσσυτος στείχειν, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίσσυτος: -ον, (σεύω, ἔσσυμαι) ὁ κατεσπευσμένως ὁρμῶν εἰς τὰ ὀπίσω, δρόμημα π., κατεσπευσμένη φυγή, Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.
Middle Liddell
πᾰλίσ-σῠτος, ον, σεύω
rushing hurriedly back, δρόμημα π. hurried flight, Soph.; παλ. στείχειν Eur.