ὁμόφοιτος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόφοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[μαζί]] με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο [[συνοδός]], ο [[ακόλουθος]] («αἱμύλων μύθων [[ὁμόφοιτος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), | |mltxt=[[ὁμόφοιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που πορεύεται [[μαζί]] με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο [[συνοδός]], ο [[ακόλουθος]] («αἱμύλων μύθων [[ὁμόφοιτος]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]]), [[πρβλ]]. [[πολύφοιτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:14, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, going by the side of, τινος Pi.N.8.33 (cf. Phld.Acad.Ind.p.52 M.), Nonn.D.5.122, etc.
German (Pape)
[Seite 341] zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύθων, Pind. N. 8, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va d'ordinaire avec ; qui accompagne, gén..
Étymologie: ὁμός, φοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφοιτος: идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφοιτος: -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.
English (Slater)
ὁμόφοιτος, -ον fellow traveller πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)
Greek Monolingual
ὁμόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύφοιτος].
Greek Monotonic
ὁμόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁμό-φοιτος, ον, φοιτάω
going by the side of another, c. gen., Pind.