σύνολος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synolos | |Transliteration C=synolos | ||
|Beta Code=su/nolos | |Beta Code=su/nolos | ||
|Definition= | |Definition=σύνολον, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1037a32; also η, ον ib.26, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 299d:—<br><span class="bld">A</span> [[all together]], ll. cc., ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ [[κώμη]] ''PGen.'' 54.23 (iv A.D.); <b class="b3">τὸ σῶμα τὸ σ.</b> Arist.''HA''491a28, etc.; <b class="b3">ἡ σ. οὐσία</b> the [[complete]] substance, i.e. the [[εἶδος]] with the [[ὕλη]], Id.''Metaph.''1037a32; <b class="b3">τὸ σ.</b> in this sense, ib.995b35, 1060b24; but <b class="b3">τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων</b> (viz. [[σῶμα]] and <b class="b3">εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον</b>) <b class="b3"> συντιθέμενον</b> the [[whole]] composed of these (here genus and differentia), Id.''Top.''130a12.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ σ.</b> as adverb, [[on the whole]], [[in general]], Pl.''Sph.''220b, ''Lg.''654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.3.3; after a neg., [[at all]], [[whatsoever]], <b class="b3">μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ.</b> ''IG''12.6.43; <b class="b3">οὐδὲν τὸ σ.</b> ''PFlor.''32b15 (iii A.D.), cf. ''PGrenf.''2.76.18 (iv A.D.), etc.<br><span class="bld">2</span> regul. Adv. [[συνόλως]] Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σύνολος -ον [[[σύν]], [[ὅλος]]] ook f. -όλη geheel en al:; συνόλη... σκευουργία de vervaardiging van huisraad in alle onderdelen Plat. Plt. 299d; adv. n. τὸ σύνολον over het geheel genomen; adv. συνόλως compleet. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:09, 25 August 2023
English (LSJ)
σύνολον, Arist.Metaph.1037a32; also η, ον ib.26, Pl.Plt. 299d:—
A all together, ll. cc., POxy.1420.11 (ii A.D.); συνόλη ἡ κώμη PGen. 54.23 (iv A.D.); τὸ σῶμα τὸ σ. Arist.HA491a28, etc.; ἡ σ. οὐσία the complete substance, i.e. the εἶδος with the ὕλη, Id.Metaph.1037a32; τὸ σ. in this sense, ib.995b35, 1060b24; but τὸ σ. τὸ ἐκ τούτων (viz. σῶμα and εὐκινητότατον εἰς τὸν ἄνω τόπον) συντιθέμενον the whole composed of these (here genus and differentia), Id.Top.130a12.
II τὸ σ. as adverb, on the whole, in general, Pl.Sph.220b, Lg.654b, D.61. 21, Philem.2, Sor.2.16, etc.; ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Thphr. CP 2.3.3; after a neg., at all, whatsoever, μὴ εἶναι χρῆσθαι τὸ ξ. IG12.6.43; οὐδὲν τὸ σ. PFlor.32b15 (iii A.D.), cf. PGrenf.2.76.18 (iv A.D.), etc.
2 regul. Adv. συνόλως Isoc.12.217, Ph.1.228, Ath.1.31b.
German (Pape)
[Seite 1030] ganz und zusammen; τῆς περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης, Plat. Polit. 299 d; τὸ σύνολον, das Ganze zusammen, Soph. 220 b. – Adv. συνόλως, überhaupt, durchaus, Sp., wie Luc.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
tout ensemble, entier, complet ; adv. • τὸ σύνολον en général.
Étymologie: σύν, ὅλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνολος -ον [σύν, ὅλος] ook f. -όλη geheel en al:; συνόλη... σκευουργία de vervaardiging van huisraad in alle onderdelen Plat. Plt. 299d; adv. n. τὸ σύνολον over het geheel genomen; adv. συνόλως compleet.
Russian (Dvoretsky)
σύνολος: и 3 взятый целиком и полностью, цельный, совокупный, полный Plat., Arst.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α ὅλος
1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῦν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.)
2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) τὸ σύνολον
συνολικά
3. φρ. «ἡ σύνολος οὐσία» ή, απλώς, «τὸ σύνολον» — η ύλη, η μορφή και το σχήμα ενός αντικειμένου («λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν
τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας
τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», Αριστοτ.).
επίρρ...
συνόλως Α
εντελώς, τελείως, ολότελα, πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.
Greek Monotonic
σύνολος: -ον και -η, -ον,
I. όλος μαζί, συνολικός, σύσσωμος, σύμπας, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. τὸ σύνολον ως επίρρ., συνολικά, συλλήβδην, γενικά, εν γένει, στον ίδ. κ.λπ.· ομαλ. επίρρ. συνόλως, σε Ισοκρ.
Greek (Liddell-Scott)
σύνολος: -ον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 11, 17· ὡσαύτως η, ον αὐτόθι 15, Πλάτ. Πολιτ. 299D· ― ὅλος ὁμοῦ, Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὸ σῶμα τὸ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἡ σ. οὐσία ἢ τὸ σύνολον, «λέγω δὲ τὸ σύνολον ὅταν κατηγορηθῇ τι τῆς ὕλης· ἢ οὐθὲν» Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 42, 9· «ἅμα δὲ καὶ πῶς γίνεται ἡ ὕλη τούτων ἕκαστον καὶ ἔστι τὸ σύνολον ἄμφω ταῦτα;» 52. 11· «λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόν· τὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέας· τὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον» 6. ΙΙ. τὸ σύνολον, ὡς ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, γενικῶς, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β, Νόμ. 654Β, Δημ. 1407. 24, Φιλήμ. ἐν «Ἀγύρτῃ» 1. κτλ.· ὡς τὸ σ. εἰπεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 3. 2) τὸ κανονικὸν ἐπίρρ. συνόλως ἀπαντᾷ παρ’ Ἰσοκρ. 278Β, Ἀθήν. 3. Β.
Middle Liddell
σύνολος, ον,
I. all together, Plat., etc.
II. τὸ σύνολον, as adv. on the whole, in general, altogether, Plat., etc.:—reg. adv. συνόλως, Isocr.