περίκλασις: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periklasis | |Transliteration C=periklasis | ||
|Beta Code=peri/klasis | |Beta Code=peri/klasis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[twisting round]], τῆς πόας Plu.2.325b (pl.); [[σώματος]] ib.45d.<br><span class="bld">2</span> [[breaking round]] or [[on]] something, π. τοῦ αἰθέρος Id.''Lys.''12; κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν Gal.18(2).436.<br><span class="bld">II</span> [[wheeling round]] of an army, Plb.10.23.6,11.23.2; π. λαμβάνειν Plu.''Flam.''8.<br><span class="bld">2</span> generally, [[change of direction]], of winds, [[Theophrastus]] ''Vent.''28.<br><span class="bld">3</span> [[modification]], τοῦ κόσμου ''Stoic.''2.300 (pl.).<br><span class="bld">4</span> Gramm., <b class="b3">κατὰ περίκλασιν</b> with the [[circumflex accent]], D.T.630.2.<br><span class="bld">III</span> of ground, [[brokenness]], [[ruggedness]], Plb.3.104.4 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περίκλᾰσις -εως, ἡ [1. περικλάω] botsing:; λάμπειν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος (sterren) stralen door tegendruk en botsing van de lucht Plut. Lys. 12.4; milit. zwenking:. τοῦ δ’ εὐωνύμου... περίκλασιν λαμβάνοντος toen de linkervleugel een zwenking maakte Plut. Flam. 8.4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A twisting round, τῆς πόας Plu.2.325b (pl.); σώματος ib.45d.
2 breaking round or on something, π. τοῦ αἰθέρος Id.Lys.12; κάταγμα γιγνόμενον κατὰ περίκλασιν Gal.18(2).436.
II wheeling round of an army, Plb.10.23.6,11.23.2; π. λαμβάνειν Plu.Flam.8.
2 generally, change of direction, of winds, Theophrastus Vent.28.
3 modification, τοῦ κόσμου Stoic.2.300 (pl.).
4 Gramm., κατὰ περίκλασιν with the circumflex accent, D.T.630.2.
III of ground, brokenness, ruggedness, Plb.3.104.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 579] ἡ, das Umbrechen, bes. das Herumführen des Heeres im Bogen, Pol. 10, 21, 6. 11, 23, 2; auch von unebenem Boden, 3, 104, 4 (s. das Folgde); Plut. plac. phil. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire fléchir, de courber.
Étymologie: περικλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίκλᾰσις -εως, ἡ [1. περικλάω] botsing:; λάμπειν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος (sterren) stralen door tegendruk en botsing van de lucht Plut. Lys. 12.4; milit. zwenking:. τοῦ δ’ εὐωνύμου... περίκλασιν λαμβάνοντος toen de linkervleugel een zwenking maakte Plut. Flam. 8.4.
Russian (Dvoretsky)
περίκλᾰσις: εως ἡ
1 сгибание или согнутость (σώματος Plut.);
2 помятость (τῆς πόας Plut.);
3 физ. преломление или преломляемость (τοῦ αἰθέρος Plut.);
4 неровность, пересеченность (τῶν τόπων Polyb.);
5 (о марше), движение по ломаной линии, резкий поворот, Polyb.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, ΜΑ περικλώ
κυκλική κάμψη, συστροφή
αρχ.
1. κάμψη, λύγισμα
2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου
3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος», Λυσ.)
4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας
5. τροποποίηση
6. (για έδαφος) ανωμαλία, τραχύτητα
7. φρ. «κατὰ περίκλασιν»
γραμμ. με περισπωμένη.
Greek Monotonic
περίκλᾰσις: ἡ, πετρώδες έδαφος, τραχύτητα εδάφους, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλᾰσις: ἡ, λύγισμα, κάμψις, τῆς πόας Πλούτ. 2. 325Β· σώματος αὐτόθι 45D. ΙΙ. ἡ στροφὴ ἢ περιστροφὴ στρατοῦ, Πολύβ. 10. 21, 6., 11. 23, 2· - μεταφορ., ἐπὶ ἀνέμων, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 28· π. τοῦ αἰθέρος Πλουτ. Λύσ. 12. ΙΙΙ. ἐπὶ ἐδάφους, τραχύτης, τὸ πετρῶδες, Πολύβ. 3. 104, 4.
Middle Liddell
περίκλᾰσις, εως,
ruggedness of ground, Polyb.