Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταλογάδην: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "=Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> " to "=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalogadin
|Transliteration C=katalogadin
|Beta Code=kataloga/dhn
|Beta Code=kataloga/dhn
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> Adv. [[by way of conversation]], [[in prose]], καταλογάδην [[συγγράφειν]], καταλογάδην [[διηγεῖσθαι]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>177b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ly.</span>204d</span>; <b class="b3">τὰ καταλογάδην συγγράμματα</b>, opp. <b class="b3">τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα</b>, <span class="bibl">Isoc.2.7</span>; οἱ καταλογάδην [[ἴαμβος|ἴαμβοι]] <span class="bibl">Ath.10.445b</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.694</span>, Plu.2.316d, <span class="title">IG</span>7.418 (Oropus), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.3a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[in detail]], [[longwindedly]], <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Hp.</span>2.238D.</span></span>
|Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[by way of conversation]], [[in prose]], καταλογάδην [[συγγράφειν]], καταλογάδην [[διηγεῖσθαι]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 177b, ''Ly.''204d; <b class="b3">τὰ καταλογάδην συγγράμματα</b>, opp. <b class="b3">τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα</b>, Isoc.2.7; οἱ καταλογάδην [[ἴαμβος|ἴαμβοι]] Ath.10.445b, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, ''IG''7.418 (Oropus), Jul.''Or.''1.3a.<br><span class="bld">2</span> [[in detail]], [[longwindedly]], Steph.''in Hp.''2.238D.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογάδην Medium diacritics: καταλογάδην Low diacritics: καταλογάδην Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΑΔΗΝ
Transliteration A: katalogádēn Transliteration B: katalogadēn Transliteration C: katalogadin Beta Code: kataloga/dhn

English (LSJ)

A Adv. by way of conversation, in prose, καταλογάδην συγγράφειν, καταλογάδην διηγεῖσθαι, Pl.Smp. 177b, Ly.204d; τὰ καταλογάδην συγγράμματα, opp. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα, Isoc.2.7; οἱ καταλογάδην ἴαμβοι Ath.10.445b, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, IG7.418 (Oropus), Jul.Or.1.3a.
2 in detail, longwindedly, Steph.in Hp.2.238D.

German (Pape)

[Seite 1361] gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Gegensatz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Gegensatz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le langage de la conversation, en prose.
Étymologie: καταλέγω, -δην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λογάδην, adv., in proza:; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν lofredes in proza schrijven Plat. Smp. 177b; subst. οἱ καταλόγαδην proza auteurs.

Russian (Dvoretsky)

καταλογάδην: (γᾰ) adv. в форме разговора, разговорным языком, т. е. в прозе, прозой (ἐπαίνους συγγράφειν Plat.; γράφειν Plut.): τὰ κ. γράμματα Isocr. и γεγραμμένα Plut. произведения в прозе.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογάδην: Ἐπίρρ., ὡς ὁμιλεῖ ἢ διαλέγεταί τις ἐν πεζῷ λόγῳ, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 177Β, Λυσ. 204D· τὰ κ. γράμματα, ἐναντίον τοῦ τὰ μετὰ μέτρου, Ἰσοκρ. 2. 7· οἱ κ. ἴαμβοι Ἀθήν. 445Β· «ἃ μὲν καταλ. ἅ δ’ ἐν μέτρῳ» Σουΐδ.· τὰ ἔπη τῶν κ. εὐμνημονευτότερα Σχολ. Πλάτ.· ἐν τοῖς δίχα μέτρου καὶ κ. Πλουτ. Ἠθ. 316· τὰ κ. ἐναντ. πρὸς τὰ ἔμμετρα Ἀθήν. 635.

Greek Monolingual

(AM καταλογάδην)
επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λογ-άδ-ην (< λογάς < λέγω)].

Greek Monotonic

καταλογάδην: [ᾰ], επίρρ. (καταλέγω), κατά την πορεία της συζήτησης, στον πεζό λόγο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

καταλέγω
by way of conversation, in prose, Plat.