θυμοφθόρος: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymofthoros | |Transliteration C=thymofthoros | ||
|Beta Code=qumofqo/ros | |Beta Code=qumofqo/ros | ||
|Definition= | |Definition=θυμοφθόρον,<br><span class="bld">A</span> [[destroying the soul]], [[life-destroying]], φάρμακα Od.2.329 (so, metaph. γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά Il.6.169); ἰός Nic.''Th.''140 ([[varia lectio|v.l.]] [[γυιοφθόρος]]).<br><span class="bld">2</span> [[heart-breaking]], <b class="b3">τὴν δ' ἄχος ἀμφεχύθη θ.</b> Od.4.716; κάματος 10.363; πενίη Hes.''Op.''717; of persons, [[troublesome]], [[annoying]], Od.19.323; cf. [[θυμοβόρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[φθείρω]]): [[life]]-[[destroying]], [[deadly]]; σήματα, ‘of [[fatal]] [[import]],’ Il. 6.169 | |auten=([[φθείρω]]): [[life]]-[[destroying]], [[deadly]]; σήματα, ‘of [[fatal]] [[import]],’ Il. 6.169 ; φάρμακα, Od. 2.329; ‘[[inhuman]],’ Od. 19.323; ‘[[heart]]-[[wasting]],’ [[ἄχος]], [[κάματος]], δ, Od. 10.363. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
θυμοφθόρον,
A destroying the soul, life-destroying, φάρμακα Od.2.329 (so, metaph. γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά Il.6.169); ἰός Nic.Th.140 (v.l. γυιοφθόρος).
2 heart-breaking, τὴν δ' ἄχος ἀμφεχύθη θ. Od.4.716; κάματος 10.363; πενίη Hes.Op.717; of persons, troublesome, annoying, Od.19.323; cf. θυμοβόρος.
German (Pape)
[Seite 1225] das Herz, den Lebensmuth, die Lebenskraft aufreibend, herzkränkend; Od. 19, 323; κάματος, ἄχος, 4, 716. 10, 363; πενία Hes. O. 719; φάρμακα, sinnbethörend, od. tödtlich, Od. 2, 329 (wie ἰός Nic.Th. 140); γράμματα, das Leben raubend, die Zeichen, die für den Überbringer das Todesurtheil enthalten, Il. 6, 169.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui détruit la vie, mortel ; ou fig. qui excite à faire périr;
2 qui brise le cœur, accablant ; en parl. de pers. fâcheux, funeste ; au sens Pass. qui a l'esprit perverti, fou, furieux.
Étymologie: θυμός, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοφθόρος:
1 губительный, убийственный (φάρμακα Hom.);
2 сулящий смерть, обрекающий на гибель (γράμματα Hom.);
3 мучительный (κάματος Hom.; πενία Hes.);
4 коварный, низкий: τῷ δ᾽ ἄλγιον, ὅς κεν τοῦτον ἀνιάζῃ θ. Hom. горе тому, кто подло обидит его.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοφθόρος: -ον, φθείρων, καταστρέφων τὴν ψυχήν, τὴν ζωήν, φάρμακα Ὀδ. Β. 329· ἰὸς Νικ. Θ. 140: - κατατρώγων τὴν καρδίαν, τὴν δ’ ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον Ὀδ. Δ. 716· κάματος θυμ. Κ. 363· πενία Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· ἐπὶ προσώπων, ταραχώδης, ἐνοχλητικός, Ὀδ. Τ. 323· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103, τὴν θυμοφθόρον λύπης φρένα, ὁ Ἕρμαννος διώρθωσε: τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης: - θυμοφθόρα πολλά (ἐνν. σήματα), σημεῖα δηλητηριάζοντα τὴν καρδίαν τοῦ βασιλέως (κατά τοῦ Βελλερεφόντου), Ἰλ. Ζ. 169 (ἴδε ἐν λ. γράφω).
English (Autenrieth)
(φθείρω): life-destroying, deadly; σήματα, ‘of fatal import,’ Il. 6.169 ; φάρμακα, Od. 2.329; ‘inhuman,’ Od. 19.323; ‘heart-wasting,’ ἄχος, κάματος, δ, Od. 10.363.
Greek Monolingual
θυμοφθόρος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» — δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» — αφού έγραψε σε πίνακα σημεία που δηλητηριάζουν την καρδιά, Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που κατατρώει την καρδιά, αυτός που εξαντλεί τις δυνάμεις («ἄχος... θυμοφθόρον», Ομ. Οδ.)
4. (για πρόσ.) ενοχλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.
Greek Monotonic
θῡμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που σπάζει την καρδιά, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, ενοχλητικός, ταραχώδης, στο ίδ.· θυμοφθόρα πολλά (ενν. σήματα), σημάδια που δηλητηριάζουν την καρδιά του βασιλιά (έναντι του Βελλερεφόντη), σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
θῡμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the soul, life-destroying, Od.:— heart-breaking, Od.; of persons, troublesome, annoying, Od.:— θυμοφθόρα πολλά (sc. σήματἀ tokens poisoning the king's mind (against Bellerophon), Il.