γῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gyros
|Transliteration C=gyros
|Beta Code=gu=ros
|Beta Code=gu=ros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ring]], [[circle]], <span class="bibl">Plb.29.11.5</span>; <b class="b3">γῦρος οὐρανοῦ, γῦρος γῆς</b>, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jb.</span>22.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">Is.</span>40.22</span>; perhaps an [[ornament]], [[bangle]], <span class="bibl">Men.334</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[trench]] made round a tree, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.4.1</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>280.4</span>; γύρους περισκάψας <span class="bibl">Alciphr.3.13</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[ring]], [[circle]], Plb.29.11.5; <b class="b3">γῦρος οὐρανοῦ, γῦρος γῆς</b>, [[LXX]] ''Jb.''22.14, ''Is.''40.22; perhaps an [[ornament]], [[bangle]], Men.334.<br><span class="bld">2</span> [[trench]] made round a tree, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.4.1, Orph.''Fr.''280.4; γύρους περισκάψας Alciphr.3.13.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῦρος Medium diacritics: γῦρος Low diacritics: γύρος Capitals: ΓΥΡΟΣ
Transliteration A: gŷros Transliteration B: gyros Transliteration C: gyros Beta Code: gu=ros

English (LSJ)

ὁ,
A ring, circle, Plb.29.11.5; γῦρος οὐρανοῦ, γῦρος γῆς, LXX Jb.22.14, Is.40.22; perhaps an ornament, bangle, Men.334.
2 trench made round a tree, Thphr. CP 3.4.1, Orph.Fr.280.4; γύρους περισκάψας Alciphr.3.13.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. gyrus
1 círculo τῷ κλήματι γῦρον ... περιέγραψεν Plu.2.202f, cf. Plb.29.27.5, οὐρανοῦ LXX Ib.22.14, γῆς LXX Is.40.22.
2 vuelta de un caballo en la pista, Verg.G.3.115, Ou.AA 3.384, Manil.5.75, de las naves en torno a la meta, Sidon.Epist.2.2.19
giro de una peonza, Verg.Aen.7.379
órbita de un planeta o astro, Cat.66.6, Hor.Sat.2.2.26, Seneca Ep.12.6.
3 arco iris Val.Flac.6.132, Sil.Ital.4.451.
4 anillo de una serpiente, Verg.Aen.5.85, Manil.1.331, Statius Theb.5.550.
5 pista redonda, picadero de caballos, Prop.3.14.11, Statius Silu.5.3.139
corro κελεύσας ... ἡμῖν γῦρον ποιῆσαι, ἀποκρατούντων τὰς ἀλλήλας χεῖρας A.Io.94.5.
6 plu. γῦροι = ambages de la dialéctica, Gell.16.8.17.
7 alcorque Thphr.CP 3.4.1, Orph.Fr.280.4, Nonn.D.47.69, ἐλ(αιῶν) ILesb.17A.6, B.4, τί γὰρ γ. ἐστιν οὐ συνίημι Men.Fr.285, γύρους περισκάψας Alciphr.2.10.1, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, Krümmung, Kreis, Pol. 29, 11, 5; Plut. reg. apophth.; bes. eine runde Grube zum Bäumepflanzen, Theophr.; Ael. H. A. 9, 32 u. Geopon.; vgl. Artemid. 2, 24. – Nach Phryn. 417 brauchte das Wort auch Men., den er darüber tadelt.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cercle, rond ; particul. fosse creusée circulairement pour planter un arbre.
Étymologie: γυρός.

Russian (Dvoretsky)

γῦρος:круг или окружность (τὸν γῦρον περι γράψαι Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γῦρος: ὁ, κύκλος, Πολύβ. 29. 11, 5· κυκλικὸς λάκκος πρὸς ἐμφύτευσιν δένδρου, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 4, 1.

Greek Monolingual

ο (Α γῡρος, Μ γύρος)
1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος
2. κάθε κυκλοτερές πράγμα
3. περιστροφή, περιφορά
4. περιοδεία, περίπατος
νεοελλ.
φρ.
1. «τρεις στον γύρο» — μεταξύ τους
2. «τά φέρνω γύρο» — τά καταφέρνω με κάποια δυσκολία, κυρίως στους όρους διαβίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύρος ανάγεται σε IE gū «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» με παρέκταση σε -ρ-.
ΠΑΡ. γυρώ
αρχ.
γυραλέος μσν. γυρίν, γύρωθεν
μσν.- νεοελλ.
γυράζω, γυρίζω, γύροθεν
νεοελλ.
γύρα επίρρ., γύρο, γύρω.
ΣΥΝΘ. αρχ. γυρητόμος, γυροδρόμος, γυροειδής
νεοελλ.
γυροβολώ, γυρογυριά, γυρολόγος, γυρομαντεία, γυρομάντης, γυρόμετρο, γυροπατώ, γυροπετώ, γυροπόδι, γυροπυξίδα, γυροσκέπαστος, γυροσκόπιο, γυροστάτης, γυροσφόνδυλος, γυροτείχιστος, γυροτρίγυρα, γυροτριγυρίζω, γυροτριγύρω, γυροτρόπιο, γυροφέρνω, γυροφούστανο].

Greek Monotonic

γῦρος: ὁ, δαχτυλίδι, κύκλος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

a ring, circle, Polyb.