ἡνιοχεύω: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iniocheyo | |Transliteration C=iniocheyo | ||
|Beta Code=h(nioxeu/w | |Beta Code=h(nioxeu/w | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ἁνιοχεύω]], ''poet.'' form of [[ἡνιοχέω]], [[act as charioteer]], ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Il.11.103, cf. 23.641, Od.6.319: metaph., [[direct]], [[guide]], πηδαλίῳ.. ἁνιόχευεν Alex.Aet.2: c. gen., <b class="b3">τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ.</b> Anacr.4: c. acc., <b class="b3">χορὸν ἡ.</b> ''IG''3.82a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ἁνιοχεύω, poet. form of ἡνιοχέω, act as charioteer, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Il.11.103, cf. 23.641, Od.6.319: metaph., direct, guide, πηδαλίῳ.. ἁνιόχευεν Alex.Aet.2: c. gen., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ. Anacr.4: c. acc., χορὸν ἡ. IG3.82a.
German (Pape)
[Seite 1172] ein ἡνίοχος sein, die Zügel halten, die Pferde lenken, fahren, Il. 11, 103. 23, 641 Od. 6, 319, immer absolut; übertr., πόλιν, lenken, regieren, Byz. anath. 3 (IX, 696); δίκης θρόνον 27 (IX, 779); καὶ βασιλεύει Plut. sept. sap. conv. 12; τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡνιοχεύεις Anacr. bei Ath. XIII, 564 d.
French (Bailly abrégé)
c. ἡνιοχέω.
Étymologie: ἡνιοχεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἡνιοχεύω: Hom., Anth. = ἡνιοχέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιοχεύω: Δωρ. άν-, μέλλ. -σω, ποιητ. τύπος τοῦ ἡνιοχέω, ἐνεργῶ ὡς ἡνίοχος, ὁ μὲν νόθος ἡνιόχευεν Ἰλ. Λ. 103, πρβλ. Ψ. 641, Ὀδ. Ζ. 319· -μεταφ., ὁδηγῶ, διευθύνω, πηδαλίῳ ἁνιόχευεν Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρ’ Ἀθην. 283Α· βασιλεύειν καὶ ἡνιοχ. Πλούτ. 2. 155Α· μετὰ γεν., τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡν. Ἀνακρ. 4· ἢ μετ’ αἰτ., πόλιν ἡν. Ἀνθ. Π. 9. 696, πρβλ. 779· πρβλ. κρατέω καὶ ἑξ.
English (Autenrieth)
be charioteer, hold the reins, drive.
Greek Monolingual
ἡνιοχεύω, δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) ηνίοχος
(ποιητ. τ. του ηνιοχώ)
1. εκτελώ έργο ηνιόχου, κρατώ τα ηνία
2. μτφ. οδηγώ, διευθύνω.
Greek Monotonic
ἡνιοχεύω: Δωρ. ἁν-, μέλ. -σω, ποιητ. τύπος του ἡνιοχέω, ενεργώ σαν ηνίοχος, σε Όμηρ.· μεταφορ., οδηγώ, διευθύνω, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἡνιοχεύω, poet. form of ἡνιοχέω,]
to act as charioteer, Hom.:—metaph. to guide, Anth.