τρωτός: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trotos | |Transliteration C=trotos | ||
|Beta Code=trwto/s | |Beta Code=trwto/s | ||
|Definition= | |Definition=τρωτή, τρωτόν, [[vulnerable]], Il.21.568, E.''Hel.''810, X.''An.''3.1.23, Eub.107.8, Phld.''Sign.''38; cf. τρωτός· παθητός (leg. [[πληκτός]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; τετρωτος (sic) = [[vulnerarius]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
τρωτή, τρωτόν, vulnerable, Il.21.568, E.Hel.810, X.An.3.1.23, Eub.107.8, Phld.Sign.38; cf. τρωτός· παθητός (leg. πληκτός), Hsch.; τετρωτος (sic) = vulnerarius, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vulnérable.
Étymologie: τιτρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρωτός -ή -όν [τιτρώσκω] kwetsbaar.
German (Pape)
adj. verb. zu τιτρώσκω, verwundet, verwundbar, Il. 21.568 und Folgde.
Russian (Dvoretsky)
τρωτός: τιτρώσκω ранимый, уязвимый (χρώς Hom.; δέμας Eur.; ἄνδρες Xen.).
English (Autenrieth)
vulnerable, Il. 21.568†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρωτός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό
ελάττωμα, ψεγάδι
3. φρ. «τρωτό σημείο» — το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα
αρχ.
πληγωμένος, τραυματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ.].
Greek Monotonic
τρωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τιτρώσκω, αυτός τον οποίο δύναται κάποιος να τραυματίσει, τρωτός, ευπρόσβλητος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
τρωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ τρώω, τιτρώσκω, ὃν δύναταί τις νὰ τρώσῃ, ὁ ὑποκείμενος ἢ ἐκτεθειμένος εἰς τρῶσιν, τρωτὸς χρὼς ὀξέϊ χαλκῷ Ἰλ. Φ. 568· οὕτω σιδήρῳ τρωτὸν οὐκ ἔχει δέμας; Εὐρ. Ἑλ. 810· οἱ ἄνδρες τρωτοὶ μᾶλλον ἡμῶν Ξεν. Ἀνάβ. 3. 1, 23, Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 8. 2) τετρωμένος, «πληγωμένος», Ἑνετικὰ Σχόλ. Ἰλ. Α. 102.
Middle Liddell
τρωτός, ή, όν verb. adj. of τιτρώσκω
to be wounded, vulnerable, Il., attic
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τιτρώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.