σύναμμα: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "by Chrysipp." to "by Chrysippus") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synamma | |Transliteration C=synamma | ||
|Beta Code=su/namma | |Beta Code=su/namma | ||
|Definition=-ατος, τό, ([[συνάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[clamp]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''687b15; [[ganglion]], [[knot]], Id.''GA''788a10.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">περὶ συναμμάτων</b> dub.sens.in title of work by | |Definition=-ατος, τό, ([[συνάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[clamp]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''687b15; [[ganglion]], [[knot]], Id.''GA''788a10.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">περὶ συναμμάτων</b> dub.sens.in title of work by [[Chrysippus]], D.L.7.191. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 15:21, 20 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, (συνάπτω)
A clamp, Arist.PA687b15; ganglion, knot, Id.GA788a10.
II περὶ συναμμάτων dub.sens.in title of work by Chrysippus, D.L.7.191.
German (Pape)
[Seite 999] τό, Verbindung mehrerer Dinge, Knoten; Arist. partt. an. 4, 10; Plut. Alex. 18.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nœud.
Étymologie: συνάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύναμμα -ατος, τό [συνάπτω] knoop. Plut. Alex. 18.3.
Russian (Dvoretsky)
σύναμμα: ατος τό
1 узел: διατεμεῖν τῇ μαχαίρᾳ τὸ σ. Plut. мечом разрубить (Гордиев) узел;
2 перен. клубок, сочетание, пучок (πολλῶν ἀρχῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύναμμα: τό, (συνάπτω) συνένωσις, σύνδεσμος, δεσμός, κόμβος, εἰ μέλλει ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν Ἀριστ. π. Ζ. Μορίων 4. 10, 26, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 22.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συνάπτω
σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῖν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ναυτ.
1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους
2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσες
αρχ.
1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)
2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.