παρέκβασις: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parekvasis | |Transliteration C=parekvasis | ||
|Beta Code=pare/kbasis | |Beta Code=pare/kbasis | ||
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[going aside from]]: metaph., [[deviation from]], τοῦ δικαίου Arist.''Pol.'' 1307a7.<br><span class="bld">2</span> especially of the [[deviations]] of constitutional forms, as [[τυραννίς]] is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of <b class="b3">ἡ πολιτεία</b>, Id.''EN''1160a31, cf. ''Pol.''1279a20, 1283a29, al.<br><span class="bld">II</span> [[digression]], Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; <b class="b3">τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π.</b>, D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.''Rh.''1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.''P.''3.101. | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[going aside from]]: metaph., [[deviation from]], τοῦ δικαίου Arist.''Pol.'' 1307a7.<br><span class="bld">2</span> especially of the [[deviations]] of constitutional forms, as [[τυραννίς]] is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of <b class="b3">ἡ πολιτεία</b>, Id.''EN''1160a31, cf. ''Pol.''1279a20, 1283a29, al.<br><span class="bld">II</span> [[digression]], Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; <b class="b3">τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π.</b>, D.H.1.53, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.37, cf. Phld.''Rh.''1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.''P.''3.101. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:35, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A going aside from: metaph., deviation from, τοῦ δικαίου Arist.Pol. 1307a7.
2 especially of the deviations of constitutional forms, as τυραννίς is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of ἡ πολιτεία, Id.EN1160a31, cf. Pol.1279a20, 1283a29, al.
II digression, Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π., D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.Rh.1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.P.3.101.
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, Abweichung vom rechten Wege, rechten Maaße, Arist. eth. 8, 12 pol. 3, 7 u. öfter; Abschweifung in der Rede, Isae. 6, 59, Pol. 3, 9, 6; ἵνα μὴ μακρὰς ποιώμεθα τὰς παρεκβάσεις, D. Sic. 1, 37; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déviation (de la forme d'un gouvernement).
Étymologie: παρεκβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέκβασις -εως, ἡ [παρεκβαίνω] overtreding:. διὰ τὴν... τοῦ δικαίου παρέκβασιν door de schending van de rechtvaardigheid Aristot. Pol. 1307a7. afwijking; ongunstig:; πολιτείας δ’ ἐστὶν εἴδη τρία, ἴσαι δὲ καὶ παρεκβάσεις er zijn drie soorten staatsvormen en evenzovele ontaardingen Aristot. EN 1160a31; uitweiding.
Russian (Dvoretsky)
παρέκβᾰσις: εως ἡ
1 отход, уклонение, нарушение (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);
2 (в речи), отступление, отклонение, Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы.
Greek Monotonic
παρέκβᾰσις: -εως, ἡ, παρέκκλιση, απομάκρυνση από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η τυραννίς είναι η παρέκβασις από τη μοναρχία, η ολιγαρχία από την αριστοκρατία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρέκβᾰσις: ἡ, τὸ παρεκβαίνειν· - μεταφορ., ἔκκλισις ἀπό τινος, τοῦ δικαίου Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 5. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ χείρω παρεκκλίσεων τῶν κυριωτέρων τύπων πολιτευμάτων, οἷα ἡ τυραννὶς εἶναι παρέκβασις τῆς βασιλείας, ἡ ὀλιγαρχία τῆς ἀριστοκρατίας, ἡ δημοκρατία τῆς πολιτείας. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 2 κἑξ., πρβλ. Πολιτικ. 3. 6, 11., 3. 7, 5., 3. 13, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. παρέκβασις ἀπὸ τοῦ προκειμένου, Ἰσαῖ 62. 13, Πολύβ., κλ.· κατὰ παρέκβασιν Πολύβ. 3. 2, 7, κτλ.
Middle Liddell
παρέκβᾰσις, εως,
a deviation from, c. gen., Arist.; of constitutional forms, τυραννίς is a παρέκβασις from monarchy, oligarchy from aristocracy, Arist.