θυμοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμοφθόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρει την [[ψυχή]], αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» — δηλητηριώδη φάρμακα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα [[πολλά]] [ενν. <i>σήματα</i>]» — [[αφού]] έγραψε σε πίνακα [[σημεία]] που δηλητηριάζουν την [[καρδιά]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατατρώει την [[καρδιά]], αυτός που εξαντλεί τις δυνάμεις («[[ἄχος]]... θυμοφθόρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενοχλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[φθόρος]], <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=[[θυμοφθόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρει την [[ψυχή]], αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» — δηλητηριώδη φάρμακα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα [[πολλά]] [ενν. <i>σήματα</i>]» — [[αφού]] έγραψε σε πίνακα [[σημεία]] που δηλητηριάζουν την [[καρδιά]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που κατατρώει την [[καρδιά]], αυτός που εξαντλεί τις δυνάμεις («[[ἄχος]]... θυμοφθόρον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ενοχλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[δημοφθόρος]], [[ψυχοφθόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:45, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοφθόρος Medium diacritics: θυμοφθόρος Low diacritics: θυμοφθόρος Capitals: ΘΥΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: thymophthóros Transliteration B: thymophthoros Transliteration C: thymofthoros Beta Code: qumofqo/ros

English (LSJ)

θυμοφθόρον,
A destroying the soul, life-destroying, φάρμακα Od.2.329 (so, metaph. γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά Il.6.169); ἰός Nic.Th.140 (v.l. γυιοφθόρος).
2 heart-breaking, τὴν δ' ἄχος ἀμφεχύθη θ. Od.4.716; κάματος 10.363; πενίη Hes.Op.717; of persons, troublesome, annoying, Od.19.323; cf. θυμοβόρος.

German (Pape)

[Seite 1225] das Herz, den Lebensmuth, die Lebenskraft aufreibend, herzkränkend; Od. 19, 323; κάματος, ἄχος, 4, 716. 10, 363; πενία Hes. O. 719; φάρμακα, sinnbethörend, od. tödtlich, Od. 2, 329 (wie ἰός Nic.Th. 140); γράμματα, das Leben raubend, die Zeichen, die für den Überbringer das Todesurtheil enthalten, Il. 6, 169.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui détruit la vie, mortel ; ou fig. qui excite à faire périr;
2 qui brise le cœur, accablant ; en parl. de pers. fâcheux, funeste ; au sens Pass. qui a l'esprit perverti, fou, furieux.
Étymologie: θυμός, φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοφθόρος:
1 губительный, убийственный (φάρμακα Hom.);
2 сулящий смерть, обрекающий на гибель (γράμματα Hom.);
3 мучительный (κάματος Hom.; πενία Hes.);
4 коварный, низкий: τῷ δ᾽ ἄλγιον, ὅς κεν τοῦτον ἀνιάζῃ θ. Hom. горе тому, кто подло обидит его.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοφθόρος: -ον, φθείρων, καταστρέφων τὴν ψυχήν, τὴν ζωήν, φάρμακα Ὀδ. Β. 329· ἰὸς Νικ. Θ. 140: - κατατρώγων τὴν καρδίαν, τὴν δ’ ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον Ὀδ. Δ. 716· κάματος θυμ. Κ. 363· πενία Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· ἐπὶ προσώπων, ταραχώδης, ἐνοχλητικός, Ὀδ. Τ. 323· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103, τὴν θυμοφθόρον λύπης φρένα, ὁ Ἕρμαννος διώρθωσε: τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης: - θυμοφθόρα πολλά (ἐνν. σήματα), σημεῖα δηλητηριάζοντα τὴν καρδίαν τοῦ βασιλέως (κατά τοῦ Βελλερεφόντου), Ἰλ. Ζ. 169 (ἴδε ἐν λ. γράφω).

English (Autenrieth)

(φθείρω): life-destroying, deadly; σήματα, ‘of fatal import,’ Il. 6.169 ; φάρμακα, Od. 2.329; ‘inhuman,’ Od. 19.323; ‘heart-wasting,’ ἄχος, κάματος, δ, Od. 10.363.

Greek Monolingual

θυμοφθόρος, -ον (Α)
1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» — δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» — αφού έγραψε σε πίνακα σημεία που δηλητηριάζουν την καρδιά, Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που κατατρώει την καρδιά, αυτός που εξαντλεί τις δυνάμεις («ἄχος... θυμοφθόρον», Ομ. Οδ.)
4. (για πρόσ.) ενοχλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημοφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

θῡμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που σπάζει την καρδιά, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, ενοχλητικός, ταραχώδης, στο ίδ.· θυμοφθόρα πολλά (ενν. σήματα), σημάδια που δηλητηριάζουν την καρδιά του βασιλιά (έναντι του Βελλερεφόντη), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θῡμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the soul, life-destroying, Od.:— heart-breaking, Od.; of persons, troublesome, annoying, Od.:— θυμοφθόρα πολλά (sc. σήματἀ tokens poisoning the king's mind (against Bellerophon), Il.