agitar: Difference between revisions
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀναδονέω]], [[ἀναρράσσω]], [[διαδονίζομαι]], [[ἀνακραδαίνω]], [[ἐντυψίω]], [[διαστροβέω]], [[ἐκκύκαμι]], [[ἐνσαλεύω]], [[ἀνατινάσσω]], [[διαπάλλω]], [[διακανάσσω]], [[ἀναταράσσω]], [[ἐνσείω]], [[ἐκθορυβέω]], [[ἀμφιπολέω]], [[ἐκκαχρύζω]], [[ἀναπάλλω]], [[ἀναθολόω]], [[ἀλύω]], [[δινεύω]], [[δινέω]], [[διακυμαίνω]], [[ἀλλοτριοπραγέω]], [[διακιγκλίζω]], [[διακινέω]], [[ἐνσοβέω]], [[ἐνθράσσω]], [[ἀνασκαλεύω]], [[ἐγκυκάω]], [[διασαλεύω]], [[ἐλελίζω]], [[ἀποτινάσσω]], [[διακλονέω]], [[ἀνακλύζω]], [[δονέω]], [[ἀνασείω]], [[διασείω]], [[διατινάσσω]], [[ἀποσείω]], [[ᾄσσω]], [[διερέσσω]], [[ἐντινάσσω]], [[ἐκταράσσω]], [[ἐνταράσσω]] | |sltx=[[ἀναδονέω]], [[ἀναρράσσω]], [[διαδονίζομαι]], [[ἀνακραδαίνω]], [[ἐντυψίω]], [[διαστροβέω]], [[ἐκκύκαμι]], [[ἐνσαλεύω]], [[ἀνατινάσσω]], [[διαπάλλω]], [[διακανάσσω]], [[ἀναταράσσω]], [[ἐνσείω]], [[ἐκθορυβέω]], [[ἀμφιπολέω]], [[ἐκκαχρύζω]], [[ἀναπάλλω]], [[ἀναθολόω]], [[ἀλύω]], [[δινεύω]], [[δινέω]], [[διακυμαίνω]], [[ἀλλοτριοπραγέω]], [[διακιγκλίζω]], [[διακινέω]], [[ἐνσοβέω]], [[ἐνθράσσω]], [[ἀνασκαλεύω]], [[ἐγκυκάω]], [[διασαλεύω]], [[ἐλελίζω]], [[ἀποτινάσσω]], [[διακλονέω]], [[ἀνακλύζω]], [[δονέω]], [[ἀνασείω]], [[διασείω]], [[διατινάσσω]], [[ἀποσείω]], [[ἄττω]], [[ᾄττω]], [[ᾄσσω]], [[ἀΐσσω]], [[διερέσσω]], [[ἐντινάσσω]], [[ἐκταράσσω]], [[ἐνταράσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 16 September 2024
Spanish > Greek
ἀναδονέω, ἀναρράσσω, διαδονίζομαι, ἀνακραδαίνω, ἐντυψίω, διαστροβέω, ἐκκύκαμι, ἐνσαλεύω, ἀνατινάσσω, διαπάλλω, διακανάσσω, ἀναταράσσω, ἐνσείω, ἐκθορυβέω, ἀμφιπολέω, ἐκκαχρύζω, ἀναπάλλω, ἀναθολόω, ἀλύω, δινεύω, δινέω, διακυμαίνω, ἀλλοτριοπραγέω, διακιγκλίζω, διακινέω, ἐνσοβέω, ἐνθράσσω, ἀνασκαλεύω, ἐγκυκάω, διασαλεύω, ἐλελίζω, ἀποτινάσσω, διακλονέω, ἀνακλύζω, δονέω, ἀνασείω, διασείω, διατινάσσω, ἀποσείω, ἄττω, ᾄττω, ᾄσσω, ἀΐσσω, διερέσσω, ἐντινάσσω, ἐκταράσσω, ἐνταράσσω