πελλός: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[de couleur sombre]], [[noirâtre]], [[noir]].<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, être sombre ; cf. [[πολιός]], <i>lat.</i> [[palleo]], [[pullus]].
|btext=ή, όν :<br />[[de couleur sombre]], [[noirâtre]], [[noir]].<br />'''Étymologie:''' R. Πελ, être sombre ; cf. [[πολιός]], <i>lat.</i> [[palleo]], [[pullus]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελλός -ή -όν [~ πελιός] [[grijs]], [[donker]]:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πελλός:''' Theocr., Arst. = [[πελός]].
|elrutext='''πελλός:''' Theocr., Arst. = [[πελός]].
}}
{{ls
|lstext='''πελλός''': -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. πελός.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πελός]], -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο [[χρώμα]], [[φαιόχρους]], [[σκουρόχρωμος]]<br /><b>2.</b> (στη [[Σικυώνα]]) [[κιρρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πελιδνός]].
|mltxt=και [[πελός]], -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο [[χρώμα]], [[φαιόχρους]], [[σκουρόχρωμος]]<br /><b>2.</b> (στη [[Σικυώνα]]) [[κιρρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πελιδνός]].
}}
}}
{{lsm
{{ls
|lsmtext='''πελλός:''' -ή, -όν, βλ. [[πελός]].
|lstext=[[πελός]]  ἢ [[πελλός]], ή, όν, [[φαιός]], [[φαιόχρους]], [[μολυβδόχρους]], πελὴ μηκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 122, [[ἔνθα]] ἴδε Dind. (ed. 2)· πελλὴ ὄϊς Θεόκρ. 5. 99· πελλὸς ἐρῳδιὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23 π. σποδὸς Φοίνικος Ἀποσπ. 2. 23 Meineke. (Πρβλ. [[πελιός]], [[πελιδνός]], [[πολιός]], [[Πέλοψ]], [[Πελίας]], καὶ [[ἴσως]] [[Πελασγός]]· Σανσκρ. palitas (cinus)· Λατ. [[palleo]], [[pullus]]· Ἀρχ. Γερμ. fal-o). ― Καθ’ Ἡσύχ.: πελλόν· φαιὸν [[χρῶμα]], ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ».
}}
{{elnl
|elnltext=πελλός -ή -όν [~ πελιός] [[grijs]], [[donker]]:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.
}}
}}

Revision as of 10:14, 7 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελλός Medium diacritics: πελλός Low diacritics: πελλός Capitals: ΠΕΛΛΟΣ
Transliteration A: pellós Transliteration B: pellos Transliteration C: pellos Beta Code: pello/s

English (LSJ)

πελλή, πελλόν, (or πέλλος, η, ον, the accent varies in codd.) dark-coloured, dusky, πελλὴ μηκάς dub. in S. Fr.509; πελλὰ ὄϊς Theoc. 5.99, cf. S.Fr. 114; βοῦς EM659.38; πελλὸς ἐρῳδιός Arist. HA609b22; πελλὸς σποδός cj. in Phoen. 1.24; = Lat. pullus, (ἱμάτιον) IG14.644 (Supp.Epigr.4.70, Western Locr.); Sicyonian for κιρρός, Zenod. ap. Gal. 19.129. (Cf. πελιός, πελιδνός, πολιός; Skt. palitás 'grey', Lat. palleo, pullus.)

German (Pape)

[Seite 551] (vgl. πολιός, pullus), schwärzlich, dunkelfarbig, bleifarbig, Hesych. erkl. φαιὸν χρῶμα ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ; bei E. M. p. 659, 38 steht πέλλη βοῦς accentuirt, wie πέλος aus Soph. frg. 122 citirt wird; ὄϊν πελλάν Theocr. 5, 99, ἐρωδιός, Arist. H. A. 9, 1, u. sonst bei Sp. einzeln.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελλός -ή -όν [~ πελιός] grijs, donker:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.

Russian (Dvoretsky)

πελλός: Theocr., Arst. = πελός.

Greek Monolingual

και πελός, -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος
2. (στη Σικυώνα) κιρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός.

Greek (Liddell-Scott)

πελόςπελλός, ή, όν, φαιός, φαιόχρους, μολυβδόχρους, πελὴ μηκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 122, ἔνθα ἴδε Dind. (ed. 2)· πελλὴ ὄϊς Θεόκρ. 5. 99· πελλὸς ἐρῳδιὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23 π. σποδὸς Φοίνικος Ἀποσπ. 2. 23 Meineke. (Πρβλ. πελιός, πελιδνός, πολιός, Πέλοψ, Πελίας, καὶ ἴσως Πελασγός· Σανσκρ. palitas (cinus)· Λατ. palleo, pullus· Ἀρχ. Γερμ. fal-o). ― Καθ’ Ἡσύχ.: πελλόν· φαιὸν χρῶμα, ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ».