παραβλώσκω: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />[[venir au secours de]], | |btext=<i>seul. pf. poét. 3ᵉ sg.</i> παρμέμβλωκε <i>ou</i> [[παρμέμβλωκεν]];<br />[[venir au secours de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[βλώσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 17:00, 5 November 2024
English (LSJ)
poet. pf. παρμέμβλωκα, go beside, esp. for the purpose of protecting, τῷ δ' αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Il.4.11; ἦ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν 24.73.
German (Pape)
[Seite 472] (s. βλώσκω), neben Einem gehen, bes. um ihn zu schützen, Hom. nur παρμέμβλωκε, Il. 4, 11. 24, 73.
French (Bailly abrégé)
seul. pf. poét. 3ᵉ sg. παρμέμβλωκε ou παρμέμβλωκεν;
venir au secours de, τινι.
Étymologie: παρά, βλώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-βλώσκω, alleen ep. perf. 3 sing. παρμέμβλωκε, terzijde staan, helpen.
Russian (Dvoretsky)
παραβλώσκω: только эп. 3 л. sing. pf. παρμέμβλωκε(ν) приходить на выручку (τινί Hom.).
English (Autenrieth)
perf. παρμέμβλωκε: go (with help) to the side of, Il. 4.11 and Il. 24.73.
Greek Monolingual
Α
βαδίζω κοντά σε κάποιον, συνοδεύω κάποιον προκειμένου να τον βοηθήσω ή να τον υπερασπίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].
Greek Monotonic
παραβλώσκω: Επικ. παρακ. παρ-μέμβλωκα, συνοδεύω κάποιον με σκοπό να τον προστατέψω, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
παραβλώσκω: ποιητικ. πρκμ. παρμέμβλωκα, συνοδεύω τινά, βαδίζω πλησίον αὐτοῦ, μάλιστα ὅπως ὑπερασπίσω αὐτόν, παραστατῶ, τῷ δ’ αὖτε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη αἰεὶ παρμέμβλωκε Ἰλ. Δ. 11· ἡ γάρ οἱ αἰεὶ μήτηρ παρμέμβλωκεν Ω. 73.
Middle Liddell
epic perf. παρ-μέμβλωκα
to go beside, for the purpose of protecting, c. dat., Il.