κάνης: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanis
|Transliteration C=kanis
|Beta Code=ka/nhs
|Beta Code=ka/nhs
|Definition=[ᾰ], ητος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[mat of reeds]] such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.''Sol.''21: generally, [[mat]], D.H.2.23 (pl.): [[proverb|prov.]], [[ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει]] = the [[mat]] [[cover]]s the [[bed]] (= rich in appearance, poor at home), of those who make a [[show]] [[abroad]] with [[poverty]] at [[home]], Crates Com.12, cf. Phot.s.v.<br><span class="bld">II</span> = [[λίκνον]], Poll.6.86.
|Definition=[ᾰ], κάνητος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[mat of reeds]] such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.''Sol.''21: generally, [[mat]], D.H.2.23 (pl.): [[proverb|prov.]], [[ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει]] = the [[mat]] [[cover]]s the [[bed]] (= rich in appearance, poor at home), of those who make a [[show]] [[abroad]] with [[poverty]] at [[home]], Crates Com.12, cf. Phot.s.v.<br><span class="bld">II</span> = [[λίκνον]], Poll.6.86.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1320.png Seite 1320]] ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ [[κάνης]] δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1320.png Seite 1320]] κάνητος, ὁ, [[Decke]], [[Matte]] aus Rohr od. [[Schilf]], auch [[Korb]]; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ [[κάνης]] δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ὁ) :<br />couvercle <i>ou</i> natte de jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]].
|btext=ητος (ὁ) :<br />[[couvercle]] <i>ou</i> [[natte de jonc]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[κάννα]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάνης -ητος, ὁ [~ κάννα] [[rieten mat]].
|elnltext=κάνης κάνητος, ὁ [~ κάννα] [[rieten mat]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάνης:''' ητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка [[Solon]] ap. Plut.
|elrutext='''κάνης:''' κάνητος (ᾰ) ὁ [[тростниковая плетенка]], [[циновка]] [[Solon]] ap. Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κάνης''': -ητος, ὁ [[ψιάθιον]] ἐκ καλάμων, [[ὅπερ]] αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ [[κάνης]], κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν [[κανήτιον]]· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν [[συνήθεια]] προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν [[ἀγγεῖον]]»· παροιμ., ὁ [[κάνης]] τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ [[πλείω]] τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-[[Κατὰ]] Σουίδ. «[[κάνης]] ὁ [[ψίαθος]]. καὶ κλίνεται κάνητος».
|lstext='''κάνης''': κάνητος, ὁ [[ψιάθιον]] ἐκ καλάμων, [[ὅπερ]] αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ [[κάνης]], κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν [[κανήτιον]]· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν [[συνήθεια]] προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν [[ἀγγεῖον]]»· παροιμ., ὁ [[κάνης]] τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ [[πλείω]] τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-[[Κατὰ]] Σουίδ. «[[κάνης]] ὁ [[ψίαθος]]. καὶ κλίνεται κάνητος».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάνης]], -ητος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ψαθὶ απὸ πλεγμένο [[καλάμι]], καλαμωτὴ, [[ψάθα]], που φορούσαν οι Αθηναίες [[ὅταν]] έβγαιναν απὸ το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ [[κάνης]] δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία<br /><b>3.</b> [[λίκνο]], [[κούνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]», πιθ. [[κατά]] το [[τάπης]].
|mltxt=[[κάνης]], κάνητος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> ψαθὶ απὸ πλεγμένο [[καλάμι]], καλαμωτὴ, [[ψάθα]], που φορούσαν οι Αθηναίες [[ὅταν]] έβγαιναν απὸ το [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ [[κάνης]] δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία<br /><b>3.</b> [[λίκνο]], [[κούνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] «[[καλάμι]]», πιθ. [[κατά]] το [[τάπης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάνης:''' -ητος, ὁ ([[κάννα]]), καλαμένιο χαλάκι, [[ψάθα]], [[τάπητας]], [[στρωσίδι]] όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα [[παρά]] Πλουτ.
|lsmtext='''κάνης:''' κάνητος, ὁ ([[κάννα]]), καλαμένιο χαλάκι, [[ψάθα]], [[τάπητας]], [[στρωσίδι]] όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα [[παρά]] Πλουτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάνης]], ητος, [[κάννα]]<br />a mat of reeds [[such]] as the Athen. women took with them [[when]] they went out, Lex Solonis ap. Plut.
|mdlsjtxt=[[κάνης]], κάνητος, [[κάννα]]<br />a mat of reeds [[such]] as the Athen. women took with them [[when]] they went out, Lex Solonis ap. Plut.
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 18:45, 9 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνης Medium diacritics: κάνης Low diacritics: κάνης Capitals: ΚΑΝΗΣ
Transliteration A: kánēs Transliteration B: kanēs Transliteration C: kanis Beta Code: ka/nhs

English (LSJ)

[ᾰ], κάνητος, ὁ,
A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει = the mat covers the bed (= rich in appearance, poor at home), of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v.
II = λίκνον, Poll.6.86.

German (Pape)

[Seite 1320] κάνητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
couvercle ou natte de jonc.
Étymologie: cf. κάννα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνης κάνητος, ὁ [~ κάννα] rieten mat.

Russian (Dvoretsky)

κάνης: κάνητος (ᾰ) ὁ тростниковая плетенка, циновка Solon ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κάνης: κάνητος, ὁ ψιάθιον ἐκ καλάμων, ὅπερ αἱ Ἀθηναῖαι γυναῖκες ἐλάμβανον μεθ’ ἑαυτῶν ἐξερχόμεναι ἔξω, Νόμ. Σόλωνος παρὰ Πλουτ. Σόλ. 21· ἔνθα ὅμως ὁ Κοραῆς σημειοῦται: «κάνητα, παρὰ τὸ κάνης, κάνητος, οὗ τὸ ὑποκοριστικὸν κανήτιον· Δωρικῶς ἡ παρ’ ἡμῖν συνήθεια προφέρει κανάτιον, οὐ τὸν κάλαθον σημαίνουσα, ὡς ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ἐστὶν ἐκδέξασθαι, ἀλλ’ ὑδατηρὸν ἀγγεῖον»· παροιμ., ὁ κάνης τῆς κοίτης ὑπερέχει, «ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἀναγκαῖα μείζω καὶ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένων» Φώτιος 524, 17, ἔκδ. Πόρσ., Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 5.-Κατὰ Σουίδ. «κάνηςψίαθος. καὶ κλίνεται κάνητος».

Greek Monolingual

κάνης, κάνητος, ὁ (Α)
1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι
2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ» — για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τους λείπουν τα αναγκαία
3. λίκνο, κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι», πιθ. κατά το τάπης.

Greek Monotonic

κάνης: κάνητος, ὁ (κάννα), καλαμένιο χαλάκι, ψάθα, τάπητας, στρωσίδι όπως αυτό που οι Αθηναίες έπαιρναν μαζί τους όταν έβγαιναν έξω, σε Νόμ. Σόλωνα παρά Πλουτ.

Middle Liddell

κάνης, κάνητος, κάννα
a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap. Plut.

Translations

winnowing fan

Armenian: քամհար; Chinese Mandarin: 風車, 风车; Finnish: löyhytin; Gothic: 𐍅𐌹𐌽𐌸𐌹𐍃𐌺𐌰𐌿𐍂𐍉; Ancient Greek: ἀθηρηλοιγός, ἀθηρόβρωτον ὄργανον, βραστήρ, ἐκτίνακτρον, κάνης, λικμάς, λικμητήριον, λίκνον, λῖκνον, λικμός, πτέον, πτυάριον, πτυΐδιον, πτύον, χερσαία πλάτη; Japanese: 箕; Kikuyu: gĩtarũrũ; Latin: vannus, ventilabrum; Polish: wiejadło; Russian: веялка; Swahili: ungo, uteo; Swedish: vindsikt; Welsh: gwyntyll