φυτεύω: Difference between revisions
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ipf. φύτευεν, aor. ἐφύτευσαν, subj. φυτεύσω, inf. -εῦσαι: [[plant]]; [[fig]]., [[devise]], [[plan]], Od. 2.165, Od. 4.668, Il. 15.134. | |auten=ipf. φύτευεν, aor. ἐφύτευσαν, subj. φυτεύσω, inf. -εῦσαι: [[plant]]; [[fig]]., [[devise]], [[plan]], Od. 2.165, Od. 4.668, Il. 15.134. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:08, 17 August 2017
English (LSJ)
Od.5.340, etc., Ep. inf.
A φυτευέμεν Hes.Op.812; fut. εύσω X.Oec.19.13; aor. ἐφύτευσα Il.6.419, etc.: pf. πεφύτευκα, 3pl. πεφύτευκαν LXX Ez.19.13:—Med., fut. -εύσομαι Pi.P.4.15: aor. -ευσάμην X.Mem.1.1.8:—Pass., fut. -ευθήσομαι Gp.5.19.1: aor. ἐφυτεύθην X.An.5.3.12, poet.3pl. φύτευθεν Pi. P.4.69: pf. πεφύτευμαι Hdt.2.138, etc.: (φυτόν). I c. acc. of the thing planted, plant trees, esp. fruit-trees, οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ' ἀρόωσιν Od.9.108; δένδρεα φ. 18.359, cf. Alc.44, etc.; ἄλσος πεφυτευμένον Hdt. l.c.; συκᾶς Ar.Fr.108 (troch.); ὄρχους, ἀμπέλους, X.Oec.20.3,4; joined with σπείρω, ib.11.16, Mem.2.1.13, Pl. Phdr.276e; φυτείαν Ev.Matt.15.13; ἀρώμεναι ἠδὲ φ. Hes.Op.22; φ. ἐν γῇ X.Oec.19.2; ἐν ἀφόρῳ ib.20.3; εἰς γῆν Plu.2.986f; φ. ἀπὸ κορύνης Gp.10.8.1:—Med., plant for oneself, Pi.P.4.15, Luc.Cat.20:— Pass., δένδρα πεφυτευμένα, opp. to those of spontaneous growth, D.55.13. 2 metaph., beget, engender, Hes.Op.812, Sc.29, Hdt.4.145, Pi.N.7.84, etc.; φυτεύων παῖδας E.Alc.662, cf. Or.11, Ar.V. 1133, Pl.Cri.50d; ὁ φυτεύσας πατήρ S.OT793, 1514, E.IA1177 (s. v.l.); ὁ φυτεύσας alone, the father, S.Ph.904, Tr.1244; ὁ φ. αὐτόν E.Andr.49, etc.: opp. ἡ τεκοῦσα, Lys.11.4 (rarely of the mother, σὲ . . φύτευσεν Αἴθρα Ποσειδᾶνι B.16.59); οἱ φυτεύσαντες the parents, S. OT1007, OC1377; τοὺς τεκόντας καὶ φυτ. Id.Fr.64, cf. E.Supp.1092: metaph., ὕβρις φυτεύει τύραννον S.OT873 (lyr.); Μούσας λέγουσι Ἁρμονίαν φυτεῦσαι E.Med.832 (lyr.):—Pass., to be begotten, spring from parents, κείνων Pi.P.4.144; ἐκ Κρόνου Id.N.5.7; τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς S.OC1324. 3 generally, produce, bring about, cause, mostly of evils, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει Od.5.340; πρὶν ἡμῖν πῆμα φυτεῦσαι 4.668 (v.l.); φόνον καὶ κῆρα φ. 2.165, 17.82; once in Il., κακὸν μέγα πᾶσι φ. 15.134; φύτευέ οἱ θάνατον Pi.N.4.59; φ. πῆμα S.Aj.953; also in good sense, φ. γάμον, δόξαν, Pi.P.9.111, I.6 (5).12; Μίνωϊ τιμάν B.16.68; καδέων ἀνάπαυσιν Id.18.35:—Pass., σὺν θεῷ φυτευθείς ὄλβος Pi.N.8.17. 4 implant in, τοῦθ' ἡμῖν Pl. Ti.80e; τι εἴς τι Id.Phdr.248d. 5 set up, ἄγαλμα ἐν τῷ οἴκῳ Iamb.VP18.84. II less freq. c. acc. of the ground planted, plant with fruit-trees, φ. γῆν Th.1.2; χωρίον φ. καὶ γεωργεῖν Is.9.28: abs., Eup.13, Philem.116:—Med., ἀγρόν φ. X.Mem.1.1.8:—Pass., γῆ πεφυτευμένη Hdt.4.127, cf. X.HG3.2.10; opp. ψιλή, Eup.230, D.20.115; τὰ πεφυτευμένα PHal.1.102 (iii B.C.), etc.; γεωργία καὶ ψιλὴ καὶ πεφ. Arist.Pol.1259a2.
German (Pape)
[Seite 1319] pflanzen, Bäume, andere Gewächse pflanzen, φυτόν, δένδρεα, Od. 9, 108. 18, 359; Hes. O. 22; Pind. Ol. 3, 36; ἄλσος Her. 2, 138; als Ggstz von ἀρόω auch bepflanzen, γῆν, Thuc. 1, 2; Plut. Num. 20; dah. γῆ πεφυτευμένη, Xen. Hell. 3, 2,10; Ggstz von ψιλή Her. 4, 127 u. Dem. 20, 115. – Uebertr., zeugen, erzeugen, Hes. O. 814 Sc. 29; Her. 4, 145; Pind. φυτευθὲν γένος P. 4, 256; ἐκ Κρόνου καὶ ἀπὸ Νηρηΐδων φυτευθέντες N. 5, 7, u. öfter; Soph. ὁ φυτεύσας, der Vater, Phil. 892; οἱ φυτεύσαντες, die Aeltern, O. R. 1007; Eur. oft; παῖδας Ar. Vesp. 1133; auch in Prosa, Her. 4, 145; Plat. Crit. 50 d; überh. hervorbringen, bewirken, anstiften, bes. von schlimmen Dingen, φυτεύειν τινὶ κακόν, κακά, μόρον, φόνον, Il. 15, 134 u. oft in der Od.; θάνατον Pind. N. 4, 50; auch γάμον, P. 9, 115; δόξαν I. 5, 11; φυτευθεὶς ὄλβος N. 8, 17; Παλλὰς φυτεύει πῆμα Soph. Ai. 933; ὕβρις φυτεύει τύραννον O. R. 873; ὅταν τις φυτεύῃ τε καὶ σπείρῃ μετ' ἐπιστήμης λόγους Plat. Phaedr. 276 e; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτεύω: μέλλ. -σω, ἀόρ. ἐφύτευσα Ἰλ. Ζ. 419, Ἀττ. πρκμ. πεφύτευκα Ἐβδ. ― Μέσ., μέλλ. -εύσομαι Πινδ. Π. 4. 26· ἀόρ. Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 1, 8. ― ΠαΘητ., μέλλ. -ευθήσομαι Γεωπον.· ― ἀόρ. ἐφυτεύθην Ἀττικ., ποιητικ. γ΄ πληθ. φύτευθεν Πινδ. Π. 4. 123· ― πεφύτευμαι Ἡρόδ., κλπ. (φυτόν). Ι. μετ’ αἰτιατ. τοῦ φυτευομένου πράγματος, ὡς καὶ νῦν, φυτεύω, φυτεύω φυτά, μάλιστα δὲ καρποφόρα, οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ’ ἀρόωσιν Ὀδ. Ι. 108· φυτ. δένδρα Σ. 349, (πρβλ. περιφυτεύω)· ἄλσος Ἠρόδοτ. 2. 138· συκᾶς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 164· ὄρχους, ἀμπέλους Ξεν. Οἰκ. 20, 3 καὶ 4· συναπτόμενον μετὰ τοῦ σπείρω, αὐτόθι 11, 16, Πλάτ. Φαίδρ. 276Ε· ― ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13, κλπ.· φ. ἐν γῇ ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 19, 2., 30, 3· εἰς γῆν Πλούτ. 2. 986F· φ. ἀπὸ ἢ ἐκ…, Γεωπ. ― Μέσ., φυτεύω δι’ ἐμαυτόν, Πινδ Π. 4. 26, Λουκ. Κατάπλ. 20· ― Παθ., πεφυτευμένα δένδρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀφ’ ἑαυτῶν φυόμενα, Δημ. 1275. 9. 2) μεταφορ., ἐσθλὴ μὲν γὰρ θ’ ἥδε φυτευέμεν ἠδὲ γενέσθαι ἀνέρι τ’ ἠδὲ γυναικὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 810, Ἀσπ. Ἡρ. 29, Ἡρόδ. 4. 145, Πίνδ., κλπ.· φυτεύων παῖδας Εὐρ. Ἄλκ. 662, πρβλ. Ὀρ. 11 Ἀριστοφ. Σφ. 1133, Πλάτ. Κρίτων 50D· ὁ φυτεύσας πατὴρ Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 793, 1514, Εὐρ.· ὁ φυτεύσας, μόνον ὁ πατήρ, Σοφ. Φιλ. 904, Τραχ. 1244, Εὐρ. κλπ.· ἐναντίον τοῦ ἡ τεκοῦσα, Λυσίας 119. 18· οἱ φυτεύσαντες, οἱ γονεῖς, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1007, Ο. Κ. 1377· τοὺς τεκόντας καὶ φυτ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 62, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 1092· μεταφορ., ὕβρις φυτεύει τύρρανον Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 873, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 832. ― Παθ., γεννῶμαι, γίνομαι ἐκ γονέων, τινος, ἐκ ἢ ἀπὸ τινος Πινδ. Π. 4. 256, Ν. 5. 13, πρβλ. Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1324. 3) καθόλου, παράγω, ἐπιφέρω προξενῶ, γίνομαι αἴτιος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει Ὀδ. Ε. 340· πρὶν ἡμῖν πῆμα φυτεῦσαι Δ. 668· φόνον καὶ κῆρα φ. Β. 165, Ρ. 82· ἐν τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, δηλ. αὐτὰρ τοῖς ἄλλοισι κακὸν μέγα πᾶσι φυτεύσαι Ἰλ. Ο. 134· φύτευέ οἱ θάνατον Πινδ. Ν. 4. 96· φ. πῆμα Σοφ. Αἴ. 953· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῇς σημασίας, φ. γάμον, δόξαν, τιμάς, κλπ., Πινδ. Π. 9. 194, Ι. 6 (5). 16· ― Παθ., ὄλβος σὺν θεῷ φυτευθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 28. 4) ἐμβάλλω, ἐμφυτεύω, τινί τι Πλάτ. Τίμ. 80Ε· τι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 248D. ΙΙ. σπανιώτερον μετ’ αἰτ. τοῦ ἐδάφους εἰς ὃ φυτεύεται τὸ φυτόν, φ. γῆν Θουκ. 1. 2· φ. χωρίον καὶ γεωργεῖν Ἰσαῖος 77. 34· ἀπολ., ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν, σκάπτειν, νεᾶν, φυτεύειν Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 9, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 21· ― Μέσ., φ. ἀγρὸν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8. ― Παθ., γῆ πεφυτευμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Ἡρόδ. 4. 127· πεφυτευμένη δ’ αὕτη ’στὶν ἢ ψιλὴ μόνον; Εὔπολις ἐν Πόλεσιν 4, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Δημ. 491. 27· ὡσαύτως γεωργία πεφυτευμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, εἵτα περὶ γεωργίας, καὶ ταύτης ἤδη ψιλῆς τε καὶ πεφυτευμένης Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 7. ― Πρβλ. φῑτύω, ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
f. φυτεύσω, ao. ἐφύτευσα, pf. πεφύτευκα;
1 planter : δένδρεα OD des arbres ; χώραν PLUT couvrir un pays de plantations ; Pass. γῆ πεφυτευμένη XÉN terre couverte de plantations;
2 p. anal. engendrer, procréer, acc. ; ὁ φυτεύσας πατήρ SOPH, ou abs. ὁ φυτεύσας SOPH le père ; οἱ φυτεύσαντες SOPH les parents ; fig. τινι κακόν IL, κακά OD causer du mal à qqn;
Moy. φυτεύομαι (ao. ἐφυτευσάμην);
1 planter pour soi : ἀγρόν XÉN couvrir son champ de plantations ; ἀμπέλους LUC planter des vignes pour soi;
2 produire pour soi, acc..
Étymologie: φυτόν.
English (Autenrieth)
ipf. φύτευεν, aor. ἐφύτευσαν, subj. φυτεύσω, inf. -εῦσαι: plant; fig., devise, plan, Od. 2.165, Od. 4.668, Il. 15.134.